Αρχική Σελίδα  |  Επικοινωνία  |  Αναζήτηση:
Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
Cyprus Wine Pages

Τιμές κρίσης ή κατάκρισης;



«Κόρη, κόρη πώς ανοίγει τούτο το πράμα;» «Κόρη, εν καλά που την ανοίγω;» Και, έπειτα, το «μπαμ», αυτός ο κοφτός ήχος ελεγχόμενης έκρηξης, που κάνει η σαμπάνια όταν ανοίγεται αδέξια. Ο πιο πάνω διάλογος διημείφθη, αγαπητοί φίλοι, στη βεράντα του ξενοδοχείου Χίλτον, στην πρωτεύουσα της εκλεκτής νήσου που μας φιλοξενεί και που μας ανέχεται εδώ και πάμπολλους αιώνες τώρα. Και είχαν τη χαρά να τον «απολαύσουν» πέντε φίλοι του οινικού χώρου, με γνώσεις και, μερικοί εξ αυτών, με σπουδές γύρω από το αντικείμενο. Πέντε άνθρωποι του χώρου, που φιλοξενούσαν μάλιστα στο τραπέζι τους κάποιον ξένο, ο οποίος, για κακή τους τύχη, ομιλούσε ελληνικά και συνεπώς ήταν σε θέση να κατανοήσει πλήρως τον διάλογο ανάμεσα στις δύο σερβιτόρες που προανέφερα.

 

Οι άνθρωποι, θέλοντας να ευχαριστήσουν τον καλεσμένο τους, είπαν να παραγγείλουν μία ροζέ σαμπάνια, για να συνειδητοποιήσουν έκπληκτοι ότι η σερβιτόρα του ξενοδοχείου δεν είχε ιδέα πώς ανοίγεται και πώς σερβίρεται το εν λόγω κρασί από τη γαλλική Καμπανία! Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ για το κακό σέρβις και τα συναφή, να πω μόνο πως, όταν ο ένας της παρέας ζήτησε τον λογαριασμό, ήθελε να ανοίξει η γης και να τον καταπιεί! Είδε έντρομος ο άνθρωπος ότι η σαμπάνια χρεώθηκε στον λογαριασμό του 210 ολόκληρα ευρώ! Και κατέρρευσε! Και, είτε το πιστεύετε είτε όχι, ξέχασε μέσα στη σύγχυσή του τον κωδικό της κάρτας ο έρμος! Μιλάμε για μεγάλη λαχτάρα, για βαρύ πένθος! Θα μου πείτε: «Και γιατί δεν κοίταζε πρώτα τον κατάλογο και μετά να παραγγείλει;» Τον ρώτησα κι εγώ τον άνθρωπο, ο οποίος μου εξήγησε ότι γνωρίζει καλά την τιμή της σαμπάνιας, την οποία, όταν έχει κάποτε ξένους ανοίγει. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η τιμή της θα ανέβαινε στα 210 ευρώ, τη στιγμή που το ξενοδοχείο την αγοράζει κοντά στα 30! Μα, δεν είναι αίσχος αυτό το πράγμα; Δεν είναι ντροπή; Δεν είναι θράσος; Να αγοράζεις μία σαμπάνια στα 30 περίπου ευρώ, να βάζεις άσχετους με όλη τη σημασία της λέξης να την ανοίγουν, προσβάλλοντάς σε μπροστά στους καλεσμένους σου, να έχεις τα χειρότερα ποτήρια Καμπανίτη και να έχεις από πάνω και την απαίτηση να κερδίζεις 180 ολόκληρα ευρώ για μία φιάλη βασικής σαμπάνιας;

 

Όταν άκουσα την όλη ιστορία, βρισκόμουν καλεσμένος στο εν λόγω ξενοδοχείο και οφείλω να πω ότι άφρισα, όπως ακριβώς αφρίζει μία σαμπάνια στην πρώτη-πρώτη νιότη της. Και, επειδή ως καλός δημοσιογράφος ήθελα να διασταυρώσω τα όσα άκουσα, ζήτησα πρώτον να δω τον λογαριασμό των φίλων, πράγμα που ευθύς έγινε, και, δεύτερο, ζήτησα από μία σερβιτόρα στο εστιατόριο να μου δείξει τη λίστα των κρασιών. Το μάτι μου πήγε αμέσως στις σαμπάνιες, για να διαπιστώσω έκπληκτος πως, πράγματι, οι τιμές δεν ήταν απλώς ανεδαφικές, αλλά τρελές. Αναφέρω μερικά παραδείγματα, που μπόρεσα να συγκρατήσω: Moët & Chandon Brut Impérial 165 ευρώ (τιμή αγοράς 30 ευρώ), Moët & Chandon Brut Rosé 210 ευρώ (τιμή αγοράς 35 ευρώ), “R” de Ruinart Brut 190 ευρώ (τιμή αγοράς 35 ευρώ), Ruinart Blanc de Blancs Brut 230 ευρώ (τιμή αγοράς 45 ευρώ), Ruinart Rosé Brut 250 ευρώ (τιμή αγοράς 45 ευρώ). Κοιτάζοντας τις τιμές αυτών των Καμπανιτών, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το ξενοδοχείο επιδιώκει να κερδίζει από κάθε φιάλη από 135 μέχρι 205 ευρώ!

 

Ίσως κάποιοι ισχυριστούν ότι σε ένα πεντάστερο ξενοδοχείο οι τιμές αυτές είναι πιθανόν δικαιολογημένες, για έναν και μόνο λόγο, ότι, δηλαδή, το ξενοδοχείο είναι, τουλάχιστον θεωρητικώς, πέντε αστέρων. Θα έσπευδα να ανιχνεύσω ψήγματα μίας κάποιας λογικής στον ισχυρισμό αυτό, εάν στη μονάδα υπήρχε η εξυπηρέτηση, η κουλτούρα και η γνώση περί κρασιών και σαμπάνιας. Εάν όλα ανεξαιρέτως ήταν του υψηλότερου δυνατού, διεθνούς, επιπέδου, τότε ίσως και να έβρισκα κάποια ελαφρυντικά. Ελαφρυντικά, όχι, βεβαίως, για αυτού του ύψους τις τιμές, αλλά για σαφώς λογικότερες. Θα μου πείτε: «ποιος καθορίζει τις λογικές τιμές σαμπάνιας για πεντάστερο, σε μια εποχή που η λογική έχει καταστεί είδος προς εξαφάνιση;» Θα απαντούσα, λοιπόν, ότι το λογικό της τιμής το καθορίζει η σχέση που αυτή έχει με την ποιότητα. Όσο πιο υψηλή η ποιότητα του παρεχόμενου σέρβις, τόσο πιο ψηλή αιτιολογείται να είναι η τιμή. Γι’ αυτό, θα δώσω ένα παράδειγμα, κάνοντας μία σύγκριση. Θα πάρω ως κριτήριο το ξενοδοχείο Four Seasons στη Λεμεσό, το οποίο δεν είναι απλώς το κορυφαίο από άποψη εξυπηρέτησης, γνώσης και εν γένει ποιότητας που υπάρχει αυτή τη στιγμή στο νησί, αλλά είναι αυτό που θέτει τα κριτήρια με βάση τα οποία κάθε άλλη ξενοδοχειακή μονάδα της χώρας πρέπει να κρίνεται, τουλάχιστον σε επίπεδο γαστρονομίας, κρασιού και εξυπηρέτησης. Στο Four Seasons η Moët & Chandon Brut Impérial τιμάται στα 105 ευρώ, η “R” de Ruinart Brut στα 99 ευρώ, η Ruinart Blanc de Blancs Brut και η Ruinart Rosé Brut στα 130 ευρώ. Αν, λοιπόν, το Four Seasons, πουλάει σχεδόν στο μισό απ’ ό,τι πουλάει το Χίλτον, πώς μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει την τιμολογιακή πολιτική του λευκωσιάτικου ξενοδοχείου; Πώς γίνονται οι τιμολογήσεις στην εν λόγω μονάδα; Ποιος τις κάνει; Ο σομελιέ που δεν υπάρχει, ο διευθυντής Τροφίμων και Ποτών, ο Γενικός Διευθυντής, η κοπέλα που ρωτούσε «κόρη, κόρη, πώς ανοίγει τούτο το σύρμα», ποιος, τέλος πάντων;

 

Και κάτι που το έχω μεγάλη απορία. Ποιος αποφασίζει ότι στις τουαλέτες του ξενοδοχείου δεν πρέπει να υπάρχει κάλαθος για το ρόλο υγείας, ούτε χαρτοπετσέτες ή ατομικές πετσέτες για τα χέρια, παρά μόνον ένα άθλιο μηχάνημα στο οποίο πρέπει να χώσεις τα χέρια σου με χειρουργική ακρίβεια, προκειμένου να τα στεγνώσεις; Εδώ, στην πιο άσημη ταβέρνα της πόλης να πας έναν κάλαθο και λίγες χαρτοπετσέτες χεριών θα τα βρεις, στο Χίλτον το πεντάστερο που χρεώνει αλύπητα πώς δικαιολογείται η παντελής απουσία τους;

 

Το ξανάπα, άλλωστε. Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί από τον τόπο μας απουσιάζει το δέος της κριτικής. Όχι μόνο της δημοσιογραφικής κριτικής, αλλά και της κριτικής εκ μέρους του πελάτη, ο οποίος, συνήθως από δειλία ή από μία κακώς νοούμενη ντροπή, αποφεύγει να διαμαρτυρηθεί για το γεγονός ότι τον κλέβουν, αλλά και για το γεγονός ότι τον περιφρονούν τόσο απροκάλυπτα.


12/07/2015

Άρθρα: Εστίαση

»

Η εξυπηρέτηση στην εστίαση

09/03/2024

»

Κι έπειτα το κρασί

01/03/2024

»

Πρώτα το φαγητό

22/02/2024

»

Η ευθύνη της κριτικής

12/02/2024

»

Από το φουαγκρά στο λουβί

27/01/2024

»

Τι είναι τελικά η «υψηλή εστίαση»;

18/01/2024

»

Όταν ένας αερομεταφορέας μαγειρεύει

07/01/2024

»

Λίγα λόγια για το Βαρούλκο

31/12/2023

»

Γιατί στις Μαγείρισσες;

09/12/2023

»

Στο Merceri να πας, οπωσδήποτε!

28/11/2023

»

Όταν ο εστιάτορας είναι σταρ

12/11/2023

»

Γιατί πέτυχε η Μπέμπα;

10/06/2023

»

Τηγανιά στο κούτελο

01/06/2023

»

Μία επίσκεψη στο Kuzuba

01/05/2023

»

Μπιρμπίλω, δεύτερη ανάγνωση

23/04/2023

»

Πού είναι καλύτερα να τρώμε;

30/03/2023

»

Γεροβασιλείου σε ποτήρι μπίρας

15/03/2023

»

Στο «απλό» εστιατόριο «Λινού Σουμπάσης και Σία»

15/02/2023

»

Περί εστιατορικής ιδιοκτησίας

18/01/2023

»

Τραβόλτα, εμπειρία στο ψάρι

07/01/2023

Οίνου Συμβουλευτική Πάνω  |  Πίσω  |  Εκτύπωση  |  Εξειδικευμένη Αναζήτηση  |  Επικοινωνία  |  Αρχική Σελίδα