Μία επίσκεψη στο Kuzuba
Είναι Σάββατο, 29 Απριλίου, ώρα ογδόη βραδινή. Βρίσκομαι, για πρώτη φορά, στο εστιατόριο ονόματι Kuzuba επί της οδού Κυριάκου Μάτση στη Λευκωσία. Έχω ακούσει πολλά κολακευτικά για το εν λόγω εστιατόριο κι έτσι παραβαίνω τις αρχές μου και λαμβάνω τη σπάνια απόφαση να βγω για φαγητό στην πρωτεύουσα της νήσου. Ο χώρος συμπαθητικός, βρίσκω ένα τελευταίο τραπέζι στον καλυμμένο εξωτερικό χώρο, όπου σόμπες εξασφαλίζουν μία θερμοκρασιακή άνεση. Στο βάθος του εσωτερικού χώρου επιβάλλεται με την παρουσία της μία κλιματιζόμενη κάβα μεγέθους μικρού υπνοδωματίου, με γυάλινους «τοίχους», οι οποίοι εξασφαλίζουν απρόσκοπτη θέα προς το ενδιαφέρον περιεχόμενο.
Κάθομαι σ’ ένα τραπέζι για δύο, παρέα μου η εδώ και 16 συναπτά έτη σύζυγός μου. Έρχεται ο κατάλογος με τα φαγητά κι ο έτερος με τα κρασιά. Παίρνω το μενού των φαγητών, στα εγγλέζικα! Ζητάω, με όση ευγένεια μπορούσα, υπό τις περιστάσεις, να επιστρατεύσω, έναν στα ελληνικά, για να λάβω την ευγενική απάντηση ότι δεν υπάρχει. Υπήρχε, μου είπε η μάνατζερ, αλλά τώρα δεν υπάρχει, αλλά θα υπάρχει σε κάποια στιγμή στο μέλλον, εάν κατάλαβα σωστά. Ζητάω τον ιδιοκτήτη, αφού πρώτα επισημαίνω ότι η μη ύπαρξη καταλόγου στα ελληνικά είναι παράνομη, για να λάβω την απάντηση ότι ο ιδιοκτήτης δεν βρίσκεται στο μαγαζί. Ρωτάω ποιος είναι ο ιδιοκτήτης και μου εξηγούν ότι είναι τρεις, ένας Ισπανός και δύο Κύπριοι. Ξαναρωτάω εάν έρχονται στο μαγαζί, έστω κάποιος από αυτούς, για να λάβω την απάντηση ότι κάποτε έρχεται κάποιος και κάποτε όχι. Εν τω μεταξύ, η καημένη η σύζυγός μου να κάθεται υπομονετικά και να περιμένει να τελειώσω με τα θέματά μου. Ήμουν έτοιμος να σηκωθώ να φύγω, αλλά είπα μέσα μου: «μία νύχτα που αποφάσισες να βγάλεις τη σύζυγό σου, μην δείξεις πάλι τον νου σου», οπότε κάθισα φρόνιμα. Κοιτάω τη λίστα με τα κρασιά, ικανοποιητική σε αριθμό, αν και λείπουν, κατά τη γνώμη μου, κάποιες πιο οικονομικές ετικέτες. Βλέπω το Μέθυ 2019 του Βασιλικού στα 33 ευρώ (λογική τιμή), το παραγγέλνω. Περνάει ένα πεντάλεπτο, οπότε έρχεται ένας ευγενής νεαρός του σέρβις και μου λέει ότι το Μέθυ έχει τελειώσει. Σηκώνομαι, πάω στην κάβα, μπαίνω μέσα, βλέπω μία φιάλη από το Νεμέα Reserve 2019 του Τσέλεπου, την παραγγέλνω. Φθάνει σε πέντε λεπτά στο τραπέζι μου, σε ιδανική θερμοκρασία σερβιρίσματος, μαζί με δύο πολύ καλά σε μέγεθος και ποιότητα κρασοπότηρα. Ο σερβιτόρος ξέρει τη δουλειά του, ανοίγει σβέλτα και σωστά το κρασί, μου βάζει να δοκιμάσω, γενικώς όλα μια χαρά με την οινική εξυπηρέτηση.
Να πάμε, όμως, και στο φαγητό, από το οποίο, δυστυχώς, απογοητεύτηκα. Η σαλάτα που φέρει το όνομα του μαγαζιού, αν και περιείχε κάποια αξιόλογα και φρέσκα υλικά, λύγισε υπό το βάρος της σος από σόγια, που επιβλήθηκε με την παρουσία της στο γευστικό σύνολο. Η μελιτζάνα με το χαλίκι (είδος κυπριακού τυριού) ήταν μάλλον αδιάφορη γευστικά, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα, τα βουτήματα (πέστο, ντομάτα, χούμους;) ήταν αξιοπρεπή, το κουλούρι πάρα πολύ καλό, αν και η επάλειψή του με λάδι δεν σου επιτρέπει να το πιάσεις χωρίς να λαδώσεις τα χέρια σου, το σουβλάκι κοτόπουλο μάλλον λιπαρό και πικάντικο για τα δικά μου γούστα, ξεχώρισα μόνο το κότσι αρνιού, που έφτασε κοντά μας καλοψημένο και ζουμερό.
Γνωρίζω ότι είμαι δύσκολος άνθρωπος και ότι δεν ικανοποιούμαι εύκολα, έχω βαθιά συναίσθηση των ιδιαιτεροτήτων και των προβλημάτων μου, αλλά, όταν βγαίνω έξω για φαγητό, όπου το κόστος του λογαριασμού, με μία λογική παραγγελία, κυμαίνεται μεταξύ 50 και 60 ευρώ το άτομο, δικαιούμαι νομίζω να έχω κι εγώ ο πτωχός και ταπεινός ανθρωπάκος τις απαιτήσεις μου.
01/05/2023
|