Διαπίστωση τελική
Είναι νωρίς το μεσημέρι και γυρνάω από την Πάφο, όπου είχα διανυκτερεύσει. Δεν έχω πάρει πρωινό, δεν έχω πιει καφέ, δεν έχω λάβει ούτε ένα ποτήρι νερό, καθώς ξεκίνησα βιαστικός από το ξενοδοχείο. Περνώντας από την αγριεμένη Λεμεσό, είπα να κάνω μία στάση για νερό και καφέ σ’ ένα πεντάστερο ξενοδοχείο, που θεωρώ το καλύτερο, τουλάχιστον από άποψη εξυπηρέτησης, της Κύπρου. Καθόμαστε μετά της συζύγου μου και παραγγέλνουμε δύο καπουτσίνο. Σε ολίγον φθάνουν σκέτα από ζάχαρη και σκέτα από νερό. Δύο ξερά καπουτσίνο, οκτώ ευρώ έκαστο, δίχως ένα ποτήρι νερό, οπότε παραγγέλνω κι ένα νεράκι, το οποίο τιμάτο στα 5 ευρώ. Εδώ έρχεται η συσσωρευμένη ανά τα έτη σοφία του ΚΟΤ, ο οποίος επιβάλλει τη συνοδεία νερού μόνο με τον κυπριακό καφέ και με κανένα άλλο είδος καφεΐνης. Είναι απορίας άξιον, αλλά αυτοί είναι οι κανονισμοί του ΚΟΤ. Εδώ, μου αξίζει να πείτε: και γιατί άνθρωπέ μου δεν πίνεις έναν κυπριακό και μου θέλεις καπουτσίνο και τα όμοια; Έλα ντε, μάθαμε όλοι τους καπουτσίνο, τρομάρα μας!
Αφού πλήρωσα 21 ευρώ για 2 καφέδες κι ένα νεράκι (συν τα φιλοδωρήματα), καθώς η μέρα ήταν θαυμάσια, ο ορίζοντας στιλπνός και το κύμα της θαλάσσης προσκλητικό, θέλησα να συνεχίσω την περιδιάβασή μου στην άλλοτε ωραία Λεμεσό και να καθίσω σ’ ένα του κύματος τραπεζάκι να γευτώ κάνα ψαράκι. Τίποτα σπουδαίο και μεγάλο, κάνα μπαρμπουνάκι και λίγο χταποδάκι στη σχάρα, με μία φρεσκοκομμένη σαλατούλα. Επήρα το αμάξι μου και κίνησα προς Αμαθούντα μεριά, όπου και εκάθισα σε ένα ταβερνάκι πρώτο τραπέζι κύμα. Παρήγγειλα τα προαναφερθέντα και μία μπιρίτσα. Φθάνει η μπιρίτσα, φθάνει και η σαλάτα. Με το που κάθεται στο ξύλινο τραπέζι, βλέπω μία τρίχα να βγαίνει απειλητική από τις ντομάτες και τα αγγουράκια. Δεν πρόλαβε να φύγει ο σερβιτόρος. Του δείχνω τα πειστήρια και ζητάει συγνώμη, επιστρέφοντας για να φέρει μία άλλη. Σε τρία λεπτά καταφθάνει η «άλλη», που για κάποιον μυστήριο λόγο υποπτευόμουν πως ήταν αυτή που μόλις είχε φύγει από το τραπέζι μας. Τα παίρνω στο κρανίο, αλλά προσπαθώ να μην προδώσω την ανατροφή μου, κινώ όμως για την κουζίνα. Λέω, ευγενικά και ήρεμα, το και το, μου απαντάει η ιδιοκτήτρια και με διαβεβαιώνει ότι η σαλάτα δεν είναι η προτέρα αλλά η ετέρα. Λέω: και η προτέρα πού ευρίσκεται; Μου λέει: τη βάλαμε να την πάμε να τη φάνε οι κοτούλες, που έχουμε στο χωριό! Όλο αυτό το σκηνικό, που ενδεχομένως παραπέμπει σε επιθεώρηση, διαδραματίστηκε μέρα μεσημέρι στην ακμάζουσα παρακμάζοντας Λεμεσό. Περιττό να αναφέρω, βεβαίως, ότι δεν άγγιξα την «ετέρα» σαλάτα, τσίμπησα δυο-τρία μπαρμπουνάκια και κάτι άλλα ψιλά και κίνησα για την πρωτεύουσα. Θέλω, όμως, να σημειώσω και τούτο: αυτή η σαλάτα, που τιμάτο στα 10 ευρώ στον κατάλογο του εστιατορίου, η οποία έφθασε όπως έφθασε στο τραπέζι μας, έπρεπε να χρεωθεί κιόλας στον πελάτη, ο οποίος, ούτως ή άλλως, δεν την άγγιξε; Δέκα ευρώ για τον γράφοντα δεν είναι κάτι, αλλά η έλλειψη ευαισθησίας και λεπτότητος από τον εστιάτορα κοστίζει μίαν ολόκληρη περιουσία.
Θέλω, εντούτοις, ειλικρινώς, να ευχαριστήσω τον εστιάτορα, γιατί με βοήθησε να καταλήξω εις ένα τελεσίδικο και ασφαλές συμπέρασμα, το οποίο ελπίζω ότι θα καταστεί βοηθητικό για το υπόλοιπο του βίου μου. Με βοήθησε να καταλήξω οριστικώς στο συμπέρασμα, το οποίο καιρό τώρα υπόβοσκε μέσα μου, ότι ο μοναδικός τόπος στον οποίον επιθυμώ πλέον να λαμβάνω την τροφή μου είναι οι εντός της οικίας μου τοίχοι, η εντός του οικοπέδου μου αυλή και κάποια πολύ επιλεγμένα σπίτια φίλων μου, οι οποίοι, πρώτον, έχουν επίπεδο ως άνθρωποι και, δεύτερον, ξέρουν να μαγειρεύουν. Η απόφασή μου είναι οριστική και αμετάκλητος και παρά την επιθυμία της συζύγου μου όπως καταχωριστεί εκ μέρους της έφεση, λυπάμαι να σημειώσω πως ήδη το αίτημα απερρίφθη. Με την ευκαιρία, να συλλυπηθώ όσους εξακολουθούν να γυρνάνε από ταβερνείο εις ταβερνείο, με τη φρούδα ελπίδα να τύχουν σοβαρής αντιμετώπισης. Τα δέοντα στην Εστίαση!
24/05/2025
|