Όταν το φαγητό αποσπάται από την ιστορική του βάση
Προ ολίγων ημερών, ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των εστιατορικών αξιολογήσεων του διάσημου οδηγού Michelin για την Αθήνα. Αποτελέσματα που όλοι εναγωνίως ανέμεναν και στα οποία όλοι προσδοκούσαν, έχοντας άλλοι μύχιες ελπίδες επιτυχίας κι άλλοι αδήλωτες ανησυχίες πτώσης. Ένα εστιατόριο διατήρησε τα δύο αστέρια του, 10, αν θυμάμαι καλά τον αριθμό, κράτησαν το ένα τους αστέρι, ένα το κέρδισε για πρώτη φορά κι ένα, το μοναδικό, το απώλεσε μετά από ένα σερί 20 και πλέον ετών. Είναι στ’ αλήθεια σκληρό να κρατάει κανείς για μία εικοσαετία και βάλε ένα αστέρι Michelin, να έχει επενδύσει πολλά επάνω του και σε μια στιγμή να το χάνει, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους σεφ εκείνους που έφθασαν μέχρι την αυτοχειρία, όταν δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν την απώλεια ενός από τα αστέρια τους. Το παιγνίδι, όμως, με τον οίκο Michelin δεν είναι ακίνδυνο, κάθε άλλο, είναι γεμάτο παγίδες και ρίσκα, που θα πρέπει κανείς να έχει δεχθεί ότι θα αναλάβει προτού δηλώσει συμμετοχή. Υπάρχουν, άλλωστε, κι εκείνοι οι λίγοι, που όταν ο οδηγός Michelin τούς χάρισε το πρώτο αστέρι, το αρνήθηκαν, λέγοντας δημοσίως ότι δεν επιθυμούν να τρέχουν πίσω από μία αξιολόγηση, προτιμώντας να παραμείνουν προσηλωμένοι στον καθημερινό τους αγώνα για καλό φαγητό, κι ας μην είναι «μισελενάτο».
Από τη στιγμή που εκχωρεί κανείς το δικαίωμα σε κάποιον να τον αξιολογεί, όχι μόνο αποδεχόμενος τις βαθμολογίες και τα σχόλιά του αλλά και διαφημίζοντάς τα, προκειμένου να αλιευθούν πελάτες, οφείλει να γνωρίζει ότι δεν υπάρχει επιστροφή κι ότι αενάως το εστιατόριό του θα βρίσκεται ανά πάσα στιγμή κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη μερικών κριτών. Η μετά διθυράμβων αποδοχή των αξιολογήσεων οδηγεί σε ένα δίστρατο, όπου η μία οδός είναι αυτή της συνεχούς προσπάθειας να γίνουμε αρεστοί στους κριτές, προκειμένου να διατηρήσουμε ή και να αυξήσουμε τα αστέρια μας, και η άλλη οδός είναι αυτή της πιθανής υποβάθμισης και της απώλειας του ποθητού αστέρα ή αστέρων, με τα γνωστά, ενίοτε καταστροφικά αποτελέσματα.
Πέραν αυτών, θα πρέπει να επισημάνω και μία άλλη παγίδα που δημιουργεί η αίσθηση ενός αστεριού, που δεν είναι άλλη από τον εφησυχασμό που επέρχεται, ειδικά όταν η διατήρηση της αξιολόγησης κρατάει χρόνια. Ακόμα κι αυτός ο εφησυχασμός, όμως, είναι λιγότερο επικίνδυνος από τη μετατόπιση του εστιατορικού βάρους από το φαγητό στην γκλαμουριά και στο θεατρικό του πράγματος, στοιχεία που, δυστυχώς, προκύπτουν, ουχί σπάνια, με αποτέλεσμα καταξιωμένοι και ιστορικοί σεφ της χώρας να μετατρέπονται σε επιχειρηματίες των κουβέρ και των επιφανειακών δημοσίων σχέσεων.
Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, θυμάμαι το κείμενο «Είμαι εναντίον» του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο οποίος, στις δύο πρώτες παραγράφους, μιλάει πολύ χαρακτηριστικά για τα βραβεία και τους επαίνους: «Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερου μου – και κάποτε πρέπει να απαλλαγούμε από τη συγκατάβαση των μεγάλων.
Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά – και κάποτε πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας».
21/12/2024
|