|
Όταν το φαγητό αποσπάται από την ιστορική του βάση
Από τη στιγμή που εκχωρεί κανείς το δικαίωμα σε κάποιον να τον αξιολογεί, όχι μόνο αποδεχόμενος τις βαθμολογίες και τα σχόλιά του αλλά και διαφημίζοντάς τα, προκειμένου να αλιευθούν πελάτες, οφείλει να γνωρίζει ότι δεν υπάρχει επιστροφή κι ότι αενάως το εστιατόριό του θα βρίσκεται ανά πάσα στιγμή κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη μερικών κριτών. Η μετά διθυράμβων αποδοχή των αξιολογήσεων οδηγεί σε ένα δίστρατο, όπου η μία οδός είναι αυτή της συνεχούς προσπάθειας να γίνουμε αρεστοί στους κριτές, προκειμένου να διατηρήσουμε ή και να αυξήσουμε τα αστέρια μας, και η άλλη οδός είναι αυτή της πιθανής υποβάθμισης και της απώλειας του ποθητού αστέρα ή αστέρων, με τα γνωστά, ενίοτε καταστροφικά αποτελέσματα.
Πέραν αυτών, θα πρέπει να επισημάνω και μία άλλη παγίδα που δημιουργεί η αίσθηση ενός αστεριού, που δεν είναι άλλη από τον εφησυχασμό που επέρχεται, ειδικά όταν η διατήρηση της αξιολόγησης κρατάει χρόνια. Ακόμα κι αυτός ο εφησυχασμός, όμως, είναι λιγότερο επικίνδυνος από τη μετατόπιση του εστιατορικού βάρους από το φαγητό στην γκλαμουριά και στο θεατρικό του πράγματος, στοιχεία που, δυστυχώς, προκύπτουν, ουχί σπάνια, με αποτέλεσμα καταξιωμένοι και ιστορικοί σεφ της χώρας να μετατρέπονται σε επιχειρηματίες των κουβέρ και των επιφανειακών δημοσίων σχέσεων.
Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, θυμάμαι το κείμενο «Είμαι εναντίον» του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο οποίος, στις δύο πρώτες παραγράφους, μιλάει πολύ χαρακτηριστικά για τα βραβεία και τους επαίνους: «Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερου μου – και κάποτε πρέπει να απαλλαγούμε από τη συγκατάβαση των μεγάλων.
Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά – και κάποτε πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας». |
|