Αρχές χωρίς αρχή και τέλος
Πριν από μία περίπου βδομάδα πέρασα από τον Γερολιμένα της Μάνης. Ένα τοπίο αδρό, αγριωπό, βραχώδες και λιτό, καθώς ο κοφτός βράχος που δεσπόζει του λιμένα ρίχνεται επιβλητικός στη θάλασσα. Το τοπίο, εάν το απαλλάξεις από την περιφέρειά του και καταφέρεις να το κοιτάξεις αποκομμένο από τα κτίσματα και τα λογής-λογής εστιατόρια και λοιπά υποστατικά, είναι, πράγματι, λαμπρό μέσα στη δωρικότητά του. Αν τα καταφέρεις, όμως, αλλιώς θα βιώσεις πολλή ασχήμια και εγκατάλειψη. Προσωπικά, ίσως και από μία ανεξήγητη τάση να βλέπω τα κακά και τα άσχημα, τάση που διά βίου με ταλαιπωρεί και με βασανίζει, δεν μπόρεσα να απολαύσω την εκεί, ολιγόωρη παραμονή μου. Τριγύρω εγκαταλελειμμένα κτήρια, κομψοτεχνήματα μίας εποχής που έφυγε, να στέκουν ετοιμόρροπα σε πρόχειρα επάνω στηρίγματα κι απ’ έξω η προειδοποιητική πινακίδα «επικίνδυνο κτήριο, μην πλησιάζετε». Όλα αυτά στην καρδιά μέσα του Γερολιμένα, ενός τόπου κατά τα άλλα τουριστικού. Ο ένας να τοποθετεί πλαστικές γλάστρες πράσινου χρώματος, ο άλλος πλαστικές στο χρώμα του κεραμιδιού, ένας τρίτος να κοτσάρει επί του μαγαζιού του πινακίδα μεταλλική, κάποιος τέταρτος αλουμινένια, ο πέμπτος ξύλινη, ο έκτος ό,τι να ’ναι κτλ.
Επέτρεψα στην Αθήνα κι είπα να πάω κάπου πιο φίνα και γραφικά. Έπιασα το μικρό σεατάκι μου και κίνησα για Πόρτο Ράφτη μεριά. Ωραίος τόπος, γραφικός, δεν λέω, με τις βαρκούλες του, τα πευκάκια του τα δροσερά, τα νερά του τα καθάρια, τον ωραίο του τον πεζόδρομο με τα παγκάκια και τις λοιπές ομορφιές και, βεβαίως, με τα ταβερνάκια τα όμορφα επάνω στο κύμα το γλαφυρό. Εκεί, λοιπόν, στα ταβερνάκια τα χαρωπά και τα ευχάριστα, πας να καθίσεις στη σκιά τους από κάτω και βλέπεις κάτι τεράστιες ομπρέλες της Κόκα-κόλα και τις Πέψι-κόλα και σε πιάνει ίλιγγος! Ήταν εκεί ένα ταβερνείο, ονόματι Ηπειρώτης, είπα να καθίσω να τσιμπήσω κάνα μεζεδάκι, μα σαν είδα τις ομπρέλες της Πέψι είπα δεν θα μπορέσω να έχω πέψη ό,τι κι αν φάω, δεν μπορούσα, πες τε το παραξενιά, τρέλα, ό,τι θέλετε, να καθίσω κάτω από τη συγκεκριμένη ομπρέλα να δειπνήσω, προτιμούσα να μείνω νηστικός.
Κι εδώ είναι που διερωτήθηκα. Τόσοι και τόσοι ανεκδιήγητοι εγωπαθείς, που νομίζουν ότι όλα τα μπορούν κι όλα τα καταφέρνουν, ζητάνε κάθε τρεις και λίγο την ψήφο μας να αναδειχθούν δήμαρχοι και κοινοτάρχες και περιφερειάρχες κι άλλα τινά, δεν μπορούν όλοι αυτοί οι μάγκες να κάνουν πέντε απλά και αυτονόητα πράγματα; Φερ’ ειπείν, να απαγορεύσουν τη χρήση διαφημιστικών ομπρελών στα εστιατόρια της περιοχής τους. Τελείως! Και μην αρχίσουν να λένε κάποιοι ότι αυτό είναι αντιδημοκρατικό ή δαπανηρό για τους εστιάτορες γιατί δεν είναι καθόλου έτσι. Και εξηγούμαι. Οι αρμόδιες τοπικές αρχές, ως αρχές που είναι και που οι ταγοί τους όλα τα μπορούν, δεν θα εκδώσουν απλώς μία συνοπτική απαγόρευση, αλλά θα πάνε και θα βρούνε δυο-τρεις καλές εταιρείες που κατασκευάζουν ομπρέλες για εστιατόρια και θα συνεργαστούν μαζί τους και θα σχεδιάσουν έναν τύπο κομψής ομπρέλας, η οποία θα συνάδει και με τον χαρακτήρα της περιοχής, θα καθίσουν και θα συζητήσουν το τελικό κόστος, νοουμένου ότι θα βάλουν μία πρώτη μεγάλη παραγγελία, την οποία πιθανώς και θα επιχορηγήσουν από τα έσοδα του Δήμου, και, τότε, ωραία και άνετα, θα πάνε στους εστιάτορες και θα τους μιλήσουν και θα τους εξηγήσουν ότι για το συλλογικό καλό όσοι θέλουν ομπρέλες θα απευθύνονται πια στη συγκεκριμένη εταιρεία με την οποία θα συνεργαστούν. Ομοίως μπορούν να πράξουν και με τις γλάστρες και τους ανθώνες. Τόσοι και τόσοι κεραμίστες υπάρχουν στην Ελλάδα, δεν μπορούν να σχεδιάσουν έναν τύπο γλάστρας οι εκάστοτε αρχές, με το οικόσημο ενδεχομένως της πόλης ή του χωριού τους, και να ωθήσουν όλους τους εμπλεκόμενους με τον τουρισμό και την εστίαση να χρησιμοποιούν τον εν λόγω τύπο;
Το πρόβλημα, όμως, είναι άλλο. Η απουσία του κράτους και των αρμόδιων τοπικών αρχών. Μαζί και η αδιαφορία και ο ωχαδερφισμός του πολίτη. Έλεγα τις προάλλες σε μία ομήγυρη στην οποία βρέθηκα ότι είναι αδιανόητο το κράτος να επιτρέπει να υπάρχουν ξαπλώστρες στην τιμή των 100 και των 150 ευρώ στην Αττική, για να μην μιλήσω για άλλες πιο μοδάτες περιοχές, και άρχισαν να μου λένε «μα, ξέρεις, τώρα με την Ευρωπαϊκή Ένωση αυτά δεν γίνονται, έχουμε ελεύθερη αγορά κτλ.» Τότε, τους αντέτεινα, πώς η Κύπρος, που από ένα ολίσθημα της Ιστορίας κατάφερε και εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει ορίσει πλαφόν για τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες στα 2,50 ευρώ το κομμάτι; Ακούσατε; Δύο ξαπλώστρες και μία ομπρέλα στα 7,50 ευρώ το μέγιστο, όπου πας στην Κύπρο, Πάφο, Λεμεσό, Πρωταρά… Και πώς κατάφερε, για να λέμε και τα καλά της Κύπρου, να μηδενίσει τον ΦΠΑ σε γάλα, ψωμί, αυγά, πάνες, παιδικές τροφές και άλλα είδη πρώτης ανάγκης; Δεν αντιτίθεται σε αυτά η Ε.Ε;
02/08/2024
|