Λίγα λόγια για ένα ταβερνάκι
Πολλά είχα ακούσει και διαβάσει σχετικά με το ταβερνάκι του Φίλιππου στον Στρόβολο, απέναντι από το Δημοτικό Σχολείο της Χρυσελεούσας. Έξω δεν βγαίνω πια στη Λευκωσία, καθώς, ιδιότροπος γαρ, κάθε που κινώ για κάποιο μαγαζί της πρωτεύουσας γυρνάω στο σπίτι μου δυσαρεστημένος, με ελάχιστες, βεβαίως, εξαιρέσεις. Για το εν λόγω μαγαζάκι, όμως, είχα ακούσει πολλά κι είχα λάβει γνώση των κατά καιρούς βραβεύσεών του από έντυπα και διαγωνισμούς γεύσης. Σαββατόβραδο, προ της εορτής του Αγίου Πνεύματος, άδεια θα είναι η Λευκωσία λέω, μια κι όλη σχεδόν η πόλη μετακομίζει στον Πρωταρά και την Αγία Νάπα, σηκώνω το τηλέφωνο και επιχειρώ να κρατήσω τραπέζι. Όλως παραδόξως, βρίσκω το τελευταίο. Κάνω ένα μπανάκι και κινώ συν γυναιξί και τέκνοις. Λίγο πριν πατήσουμε την ενάτη βραδινή, καθόμαστε στο τραπέζι μας.
Καταρχάς, να διευκρινίσουμε πως δεν μιλάμε για «ταβερνάκι», αλλά μάλλον για «ταβερνάρα», στην οποία τα τραπέζια είναι πάμπολλα, δεν μπορώ να πω ότι είναι αραιά, ούτε και ήσυχα. Δεν μέτρησα τους συνδαιτυμόνες, μα, με έναν πρόχειρο και γρήγορο υπολογισμό, που έκανα εκ των υστέρων και ενδεχομένως να πέφτω λίγο έξω, στο μαγαζί θα υπήρχαν περί τα 150 άτομα. Τα γκαρσόνια ήταν αρκετά και την έφερναν βόλτα τη δουλειά, όχι πάντως με άνεση και χαμόγελο, καθώς είχαν αυτόν τον μάλλον «εργοστασιακό» ρυθμό στη δουλειά τους. Όλοι οι σερβιτόροι φορούσαν μία ολόμαυρη στολή, μαύρο παντελόνι και μαύρο μπλουζάκι, πράγμα που με ξένισε και μου δημιούργησε μία βαριά αίσθηση, η οποία έγινε ακόμη βαρύτερη και ενοχλητικότερη όταν πρόσεξα ότι στην πλάτη κάθε μπλούζας υπήρχε τυπωμένο ένα ρητό ή ένα εξυπνακίστικου τύπου απόφθεγμα. Και απλώς διερωτήθηκα: πώς είναι δυνατόν να βρίσκεσαι σε ένα νησί, καλοκαίρι καιρό, και να φοράς στους σερβιτόρους σου μαύρα από πάνω μέχρι κάτω και πώς είναι δυνατόν να τους μεταχειρίζεσαι ωσάν περιφερόμενες και δήθεν έξυπνες διαφημιστικές πινακίδες, νομίζοντας ότι κάνεις κάτι διαφορετικό και φίνο; Θα μου πείτε: «ρε ιδιότροπε άνθρωπε, τι πρόβλημα έχεις με τα μαύρα και με τα ρητά επί αυτών, σε ταβέρνα πήγες αυτό βρήκες να σχολιάσεις»; Ίσως να έχετε και δίκιο, άλλωστε, αυτά τα πράγματα είναι θέμα αισθητικής. Άλλος τα βρίσκει έξυπνα και χαριτωμένα (τα ρητά εννοώ), άλλος αδιάφορα κι άλλος, ωσάν και του λόγου μου, τα βρίσκει να απέχουν πολύ από την αισθητική του, καλύτερα, λοιπόν, να τα αφήσουμε και να πάμε στο φαγητό.
Ήταν μία ζέστη και μία υγρασία τρελή, δεν μπορούσα να φάω και πολύ, παρήγγειλα, λοιπόν, τρία-τέσσερα πραγματάκια. Μία σαλάτα, η οποία ήταν πολύ καλή, με πλούσια γλιστρίδα και όχι ψήγματα αυτής, όπως πολλά μαγαζιά συνηθίζουν όταν πρόκειται να τη χρησιμοποιήσουν, με ώριμες και καλής ποιότητας ντομάτες, γενικώς ήταν αξιοπρεπέστατη. Οι ελιές οι τσακιστές, που όταν είναι καλές πεθαίνω γι’ αυτές, ήταν εξαιρετικές, πράσινες, σαρκώδεις, σωστά αλατισμένες, με το σκορδάκι να κάνει αισθητή, ουχί όμως ενοχλητική την παρουσία του. Τα μανιτάρια στη σχάρα ήταν σωστά ψημένα, καθώς δεν ξεψύχησαν μαχόμενα επάνω στη φωτιά, αλλά κράτησαν τους χυμούς τους και τη γλύκα τους, το δε χοιρινό σουβλάκι ήταν μάλλον μέτριο, καθώς, από τη μια, είχε αρκετό λίπος, ενώ, από την άλλη, ήταν κάπως στεγνό, γενικώς ήταν ένα σουβλάκι που το έτρωγες μεν, όχι με ιδιαίτερη ευχαρίστηση δε. Οι τηγανητές πατάτες πολύ καλές, φρέσκιες και όχι προτηγανισμένες, σερβιρισμένες ωραία σε μεταλλικό φτυαράκι. Αυτά παρήγγειλα, μαζί με λίγο χαλούμι στη σχάρα, το οποίο δεν δοκίμασα. Ήταν ζέστη, είχε υγρασία, όπως ήδη είπα, ήπια, λοιπόν, δύο μεγάλες ΚΕΟ και μία μικρή Άλφα. Όταν ζήτησα μία σαμπανιέρα με πάγο για να κρατάω τις μεγάλες φιάλες παγωμένες, η σερβιτόρα με κοίταξε μάλλον περίεργα, λέγοντάς μου πως δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Το καταλαβαίνω, πρόκειται για δική μου, και πάλιν, ιδιομορφία.
Τέλος πάντων, το φαγητό στο ταβερνάκι του Φίλιππου είναι αξιοπρεπές και κινείται σε ένα κάπως ψηλότερο επίπεδο από τη μέση ταβέρνα της Λευκωσίας. Αν και λίγα πράγματα δοκίμασα, πιστεύω ότι έβγαλα ένα μάλλον ασφαλές συμπέρασμα. Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, για έναν χώρο εστίασης είναι ένα: θέλω να ξαναπάω; Λοιπόν, μετά λύπης μου, η απάντηση είναι αρνητική. Προσωπικά, από τη στιγμή που αισθάνομαι αυτόν τον «εργοστασιακό» τόνο σε ένα εστιατόριο κι από τη στιγμή που το φαγητό είναι μεν αξιοπρεπές αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο, δεν έχω την επιθυμία να επαναλάβω την επίσκεψή μου, βεβαίως, ας επισημάνω και πάλι ότι ομιλεί και γράφει ένας γνωστός για την ιδιοτροπία και τις απαιτήσεις του άνθρωπος, οπότε, εσείς θα κρίνετε…
23/06/2024
|