Το δράμα των μεζέδων εν καιρώ κλιματικής κρίσης
Κάποιοι φίλοι μού συστήνουν διάφορα μέρη για φαγητό. Τις περισσότερες φορές μου προτείνουν κάποια καλοβαλμένη, κατά την κρίση τους, ταβέρνα της νήσου, όπου το μενού αποτελείται συνήθως από τους λεγόμενους κυπριακούς μεζέδες, όπερ μεθερμηνευόμενον εστί σουβλάκια χοιρινά και ενδεχομένως αρνίσια, παϊδάκια, μπριζόλες, κυπριακά κρασάτα λουκάνικα, χαλούμι σχάρας, κεφτέδες, κλέφτικο, σούβλα, ταβάς, κουπέπια, μακαρόνια του φούρνου, το γνωστό παστίτσιο, και άλλα. Όλα αυτά, όμως, τα βαριά κρέατα και τα λοιπά, εξίσου βαριά εδέσματα, προορίζονται για κατανάλωση εντός του κυπριακού θέρους, το οποίο ουδόλως αστειεύεται πλέον. Καθώς οι θερμοκρασίες κρατάνε από τα μέσα Ιουνίου σταθερά τον αριθμό 4 μπροστά και πάμε από σαραντάρι σε σαραντάρι κι από κει σε κάνα σαρανταπεντάρι και τανάπαλιν, διερωτώμαι πώς ο κόσμος στο νησί μας μπορεί και καταναλώνει όλα αυτά τα υψηλού γαστρικού και θερμικού φορτίου εδέσματα και δεν επιζητεί κάτι ελαφρύτερο, κάτι δροσερότερο και κάτι πιο συμβατό με τον καιρό που διανύουμε.
Βλέπω τα ταβερνεία γεμάτα, τις σούβλες και τα λουκάνικα και τα παϊδάκια να πηγαινοέρχονται και απορώ ειλικρινά πώς ο κόσμος μπορεί και τρώει αυτά τα χειμερινά κατά βάση φαγητά. Και απορώ και με τους εστιάτορες. Πώς είναι δυνατόν να έχεις μία ταβέρνα που σερβίρει κυπριακούς μεζέδες και το μενού να μένει ίδιο σχεδόν και απαράλλακτο χειμώνα καλοκαίρι; Ίδιες είναι οι ανάγκες τον χειμώνα με αυτές του καλοκαιριού; Ίδια είναι τα υλικά και τα εποχιακά προϊόντα; Ίδιες είναι οι θερμοκρασίες και οι θερμιδικές ανάγκες των πελατών όλες τις εποχές του χρόνου;
Τι πιο λογικό για ένα μαγαζί που βρίσκεται στη ζέουσα, επί παραδείγματι, Λευκωσία, να αλλάζει το μενού το καλοκαίρι και να το ελαφρύνει και να το κάνει πιο δροσερό; Να αφαιρεί τα βαριά κρέατα από το μενού, όχι όλα, τα πλέον πικάντικα και τα πιο αταίριαστα με την εποχή, κυρίως τα κόκκινα, και να εντάσσει στη λίστα των φαγητών λεμονάτο κουνέλι, για παράδειγμα, ή ένα-δυο μικρά ψαράκια, ψητές σαρδέλες, λόγου χάρη, που είναι και σχετικά οικονομικές ή γαύρο μαρινάτο, κάνα μαλάκιο, φερ’ ειπείν, καλαμαράκια ή σουπιές, ή έστω χταποδάκι στη σχάρα ή στην κατσαρόλα με φάβα κτλ. Να βάζει στο μενού αυτό το εκπληκτικό πιάτο τους ανθούς τους γεμιστούς με ρύζι και αρωματικά, να αλλάζει τα κουπέπια και να τα κάνει με ρύζι και μυρωδικά αντί με κιμά, να ετοιμάζει μερικούς κολοκυθοκεφτέδες ή ντοματοκεφτέδες κ.ά.
Δεν είναι δύσκολα όλα αυτά, αρκεί να κατανοήσουν οι εστιάτορές μας πως πλέον οι εποχές δεν είναι όλες οι ίδιες και ο καιρός μας έχει αλλάξει και πως πρέπει κι εμείς να αλλάξουμε και να βοηθήσουμε την κατάσταση και να γίνουμε πιο ευέλικτοι και πιο επίκαιροι. Γιατί, με το να κρατάμε χειμώνα καλοκαίρι, βρέξει-χιονίσει, το μενού των φαγητών το ίδιο, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να διώχνουμε από το μαγαζί μας όσους δεν μπορούν στο καμίνι των σαράντα βαθμών μέσα να τρώνε λουκάνικα, σούβλες και παϊδάκια. Βεβαίως, ευτυχώς για τους εστιάτορες, όλοι αυτοί που δεν μπορούν να συνταιριάξουν τους λεγόμενους κυπριακούς μεζέδες με όλες του χρόνου τις εποχές είναι ακόμη λίγοι και δεν επηρεάζουν την κατάσταση, οπότε, για την ώρα τουλάχιστον, δεν κινδυνεύουν με μείωση των κρατήσεών τους. Τώρα, εάν αυτό κάποτε θα αλλάξει και θα αρχίσουν κάποιοι να επιζητούν το αυτονόητο, δεν το γνωρίζω. Πολύ αισιόδοξος, όμως, δεν μπορώ να δηλώσω.
27/06/2024
|