Γεροβασιλείου σε ποτήρι μπίρας
Με παίρνει η φίλη μου η Νιόβη να πάμε την Κυριακή που μας πέρασε σε ένα εστιατόριο προς Ζύγι μεριά να περάσουμε το μεσημεράκι μας όμορφα. Θα ήμουν Αθήνα, όμως, κι έτσι θα έχανα την παρέα των εκλεκτών μου φίλων. Πήγα να στεναχωρηθώ αρχικώς, μα με το που ξεχύθηκα στα αθηναϊκά στενά ξέχασα τα πάντα. Ξέχασα ποιος είμαι, από πού έρχομαι, έσβησαν από τη μνήμη μου όλα, και το Ζύγι και τα σταθμά κι έτσι αστάθμητα κι αζύγιαστα χάθηκα, σουλατσάροντας στο κλεινόν άστυ.
Όταν γύρισα από τη Μητρόπολη, ο Μιχάλης, ο εκλεκτικός και ανήσυχος της παρέας, με πήρε να μου πει από τι είχα γλιτώσει. Πήγαν λέει στο μαγαζί εκεί πέριξ του Ζυγίου, ξέχασα και το όνομά του, ένα «κυπριακοεγγλέζικο» ήταν, και παρήγγειλαν ένα Sauvignon Blanc του Κτήματος Γεροβασιλείου. Τον γνωρίζετε τον Γεροβασιλείου από την Επανομή Θεσσαλονίκης, αν όχι, σας πληροφορώ ότι ο άνθρωπος αυτός φτιάχνει μερικά παγκοσμίου κλάσης λευκά κρασιά. Παρήγγειλαν, λοιπόν, το Sauvignon Blanc, το οποίο κάνει κάνα 25άρι στο ράφι της κάβας, και στο εστιατόριο θα κοστίζει κάνα πενηντάρικο για πλάκα και τους το έφερε ο εστιάτορας να το πιούνε σε ποτήρια μπίρας! Όταν ο ανήσυχος και γνώστης της παρέας, ο Μιχάλης, ρώτησε «πώς και…», ο εστιάτορας του είπε ότι τα ποτήρια του κρασιού τελείωσαν κι έτσι τους έφερε της μπίρας! Ωραία πράγματα!
Εδώ, λοιπόν, υπάρχουν δύο λάθη κι ένα συμπέρασμα. Λάθος πρώτον: Ο Μιχάλης, γιατί παρήγγειλε εις την κυπριακή ύπαιθρο το Sauvignon Blanc του Γεροβασιλείου; Το πολύ που παραγγέλνεις εκεί είναι ένα απλό Ξυνιστέρι, όχι ότι σνομπάρω τα Ξυνιστέρια, κάθε άλλο, για την τιμή τους είναι εξαιρετικά κρασιά. Ένα Ξυνιστέρι, που θα το πληρώσεις 15 ευρώ, άντε 20, κι όχι 50, βρε αδερφέ. Βεβαίως, δεν υπονοώ ότι το Ξυνιστέρι θα πρέπει να το φέρει κανείς σε ποτήρια μπίρας, το καλό κολονάτο είναι εκ των ων ουκ άνευ, απλώς εννοώ ότι, δεδομένου του καλού κολονάτου, ένα μέτριο κατά τα άλλα σέρβις το καταπίνεις στα 20 ευρώ τη φιάλη, στα 50 και στα 100 δεν το χωνεύεις εύκολα, όμως. Βεβαίως, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου με το που θα μπω στο μαγαζί καταλαβαίνω με τη μία ότι δεν είναι σοφή ιδέα να παραγγείλω κρασί, κάνω κάτι υγιέστερο διά τα νεύρα και την τσέπη μου και παραγγέλνω μία μπίρα των τριών ευρώ κι ας μου τη φέρoυν σε καντήλα από το Πεκίνο.
Λάθος δεύτερο: Ο εστιάτορας, ο οποίος βάζει στον κατάλογό του κρασιά κύρους και υψηλής ποιοτικής στάθμης, ωσάν του Γεροβασιλείου, και τσιγκουνεύεται να αγοράσει δυο-τρεις ακόμη δωδεκάδες ευπρεπή κρασοπότηρα, προκειμένου, αν μη τι άλλο, να μην γελοιοποιηθεί στα μάτια των πελατών του. Δεν είπαμε να πάρει Riedel ή Zalto, στην ΙΚΕΑ να πάει ο άνθρωπος μια χαρά κρασοπότηρα θα βρει, οικονομικά και αξιοπρεπή. Είναι τόσο δύσκολο αυτό;
Και το συμπέρασμα: Λέμε για την άνοδο της οινικής κουλτούρας στο νησί μας, μιλάμε για την πρόοδο που έχει συντελεστεί σε θέματα παιδείας κρασιού κι εν μέρει έχουμε ένα δίκιο, διανύσαμε μια κάποια απόσταση από εκεί που προ δύο-τριών δεκαετιών βρισκόμασταν, αλλά, σε επίπεδο εστίασης, οι όποιες οινικές ευαισθησίες και οι όποιες επενδύσεις παραμένουν, δυστυχώς, σε επιφανειακό ακόμη σημείο, μια και πολύ ελάχιστα μαγαζιά στη χώρα μας έχουν πράγματι επενδύσει χρόνο, χρήμα και διάθεση στο κρασί. Πάρα μα πάρα πολύ λίγα είναι τα εστιατόρια που εντίμως και ειλικρινώς επιδιώκουν συνεχώς να βελτιώνονται στο οινικό πεδίο, όλα τα υπόλοιπα απλώς παραμένουν εγκλωβισμένα σε μια αποσπασματική, ανειλικρινή και τσαπατσούλικη τακτική, που τα ίδια επιλέγουν, έχοντας ως μοναδικό κίνητρο πώς θα ξεγελάσουν μια-δυο φορές τον πελάτη και πώς θα του τσιμπήσουν με κόλπα και τερτίπια πέντε-δέκα ευρώ παραπάνω.
15/03/2023
|