Η ευθύνη της κριτικής
Το τελευταίο διάστημα έχει ενταθεί το φαινόμενο της κριτικής εστιατορίων. Έχει, επίσης, καταστεί καθημερινότητα η παρουσίαση διαφόρων εκπομπών στην τηλεόραση, οι οποίες έχουν ως θέμα τους τη μαγειρική. Γνωστοί και μη σεφ ανεβαίνουν στα τηλεοπτικά πλατό να εκτελέσουν τις συνταγές τους, ενώ, την ίδια στιγμή, διαγωνισμοί-υπερπαραγωγές επιχειρούν να αναδείξουν τα νέα φυντάνια της μαγειρικής τέχνης. Μέσα σε όλη αυτή την παραζάλη έρχονται να προστεθούν οι Χρυσοί Σκούφοι, τα Μισελέν και άλλοι, λογής-λογής διαγωνισμοί, οι οποίοι επισκέπτονται τα εστιατόρια, δοκιμάζουν και αξιολογούν, επιχειρώντας να δώσουν μία εικόνα της γαστρονομικής σκηνής του τόπου.
Δεν αμφισβητώ τις καλές προθέσεις και την εντιμότητα κανενός, κάθε προσπάθεια έντιμης και ακριβοδίκαιης αξιολόγησης του γαστρονομικού και οινικού πεδίου της χώρας είναι καλοδεχούμενη και, στον βαθμό που επιτυγχάνει τους σκοπούς της, χρήσιμη. Ωστόσο, σε όλη αυτή την επιχειρούμενη προσπάθεια να αξιολογηθούν τα εστιατόρια της νήσου κατά τρόπο σαφή, ακριβή και δίκαιο, εντοπίζω, τουλάχιστον προσωπικά, κάποιες αστοχίες, ενίοτε κραυγαλέες. Δεν θα μπω στον πειρασμό να αναφερθώ ονομαστικά στα μαγαζιά εκείνα, που ενώ κατάφεραν να εισέλθουν ανάμεσα στα καλύτερα της χώρας, είναι, κατά την πολύ ταπεινή μου γνώμη, μέτρια, για να μην πω αποτυχημένα, θα παραθέσω, εντούτοις, κάποιες γενικές αδυναμίες των εν λόγω γαστρονομικών κρίσεων, που συμβάλλουν τα μέγιστα σε αστοχίες και τρανταχτά λάθη.
Η πρώτη και μέγιστη αδυναμία έχει να κάνει, βεβαίως, με το ποιος κρίνει. Προσέξτε. Όχι τόσο με ποιες γνώσεις κρίνει, στοιχείο αναντίλεκτα απαραίτητο, όσο με ποιον χαρακτήρα, με ποια ιδιοσυγκρασία και με ποια αίσθηση καθήκοντος κρίνει. Κατά τη γνώμη μου, η γενικότερη αίσθηση ευθύνης, που ένας κριτής έχει, είναι υπέρτερη ακόμη και αυτών των γνώσεων για το αντικείμενο, το οποίο κρίνει, για τον απλούστατο λόγο ότι η όποια έλλειψη γνώσης μπορεί να καλυφθεί από την αίσθηση της ευθύνης, ενώ, αντίθετα, η αίσθηση της ευθύνης δεν μπορεί να εξασφαλισθεί από την παρουσία πολλών και λεπτομερών γνώσεων. Αδυναμία δεύτερη: η έλλειψη εξοικείωσης των κριτών με τα εν γένει γαστρονομικά και οινικά δρώμενα στο νησί. Το λέω αυτό, καθώς έχω παρατηρήσει ότι στους πλείστους τοπικούς διαγωνισμούς εστίασης καλούνται, ως κριτές, άτομα από το εξωτερικό, κυρίως από τη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα, φίλοι δημοσιογράφοι, οινογράφοι, μάγειρες κ.ά., που είναι μεν όλοι καλοδεχούμενοι και αρκετά έμπειροι, δεν μπορούν δε να υποκαταστήσουν μία κρίσιμη μάζα κριτών από το νησί, η οποία θα έπρεπε να μορφωθεί και να ανδρωθεί γαστρονομικά εδώ και καιρό και η οποία θα είχε συστηματική, σχεδόν καθημερινή εικόνα για τα πεπραγμένα της εστίασης στη χώρα και όχι μία αποσπασματική και έκτακτη σχέση, που να πηγάζει από τις ανάγκες και μόνο ενός διαγωνισμού.
Μία ακόμη αδυναμία, κατά τη γνώμη μου, είναι η έλλειψη αρκετών επαναληπτικών επισκέψεων από διαφορετικούς κριτές, τουλάχιστον στα μαγαζιά που λαμβάνουν τις πρώτες θέσεις, γιατί στο επίπεδο των πρωταθλητών της εστίασης, ακόμη και η παραμικρή αστοχία μεγεθύνεται στα μάτια του καταναλωτή. Τέλος, μία μεγάλη συζήτηση, που πρέπει κάποια στιγμή να ανοίξει, είναι το τι αξιολογούμε σε μία μονάδα εστίασης, ποια, δηλαδή, είναι τα κριτήρια εκείνα που θα έπρεπε να θέτουμε ως προτεραιότητές μας σε κάθε μας αξιολόγηση και ποια είναι εκείνα που θα έπρεπε να μετράμε πολύ λιγότερο. Αυτό, όμως, είναι ένα μεγάλο και σύνθετο ζήτημα, που απαιτεί μία κάποια ανάλυση, οπότε επιφυλάσσομαι για το επόμενο σημείωμα.
12/02/2024
|