Από τη γλώσσα στο κρασί
Βράδυ Σαββάτου. Κάθομαι στο σπίτι κάποιου φίλου. Η τηλεόραση αναμμένη, δείχνει Greek Idol. Κάτι μικρούλες, συνασπισμένες σε μάλλον πρόχειρα γκρουπάκια, προσπαθούν να τραγουδήσουν. Προς έκπληξή μου, αδυνατούν να αποστηθίσουν τους στίχους. Τραγουδάνε για δύο μόνο λεπτά και οι πλείστες ξεχνάνε τα λόγια! Είναι όλες Ελληνίδες. Άλλες από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, μερικές από Κύπρο, ελάχιστες από την ξενιτιά. Τόσο δύσκολο λοιπόν είναι να θυμάται κανείς πέντε-δέκα στίχους, δυο-τρεις αράδες λέξεων;
Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Γιατί δεν μπορεί ένα νέο παιδί δεκαοκτώ-είκοσι χρόνων να τραγουδήσει στη γλώσσα του; Γιατί μία τόσο απλή, έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου δεν μπορεί πια να εκδηλωθεί απρόσκοπτα και φυσιολογικά; Το ερώτημα ακούγεται ίσως άτοπο, ασύνδετο με μία οινική στήλη, παρά ταύτα, δεν είναι. Η απάντηση είναι νομίζω απλή: έχουμε χάσει την κουλτούρα μας. Και χάσαμε την κουλτούρα μας γιατί χάσαμε τη γλώσσα μας. Ως γνωστόν, κάθε έκφανση του πολιτιστικού και κοινωνικού μας βίου εδράζεται στη γλώσσα, η οποία με τη σειρά της βασίζεται στον λόγο, τη λογική. Η γλώσσα είναι η συνέχειά μας, η σύνδεσή μας με τις ρίζες, την ιστορία, τον πολιτισμό μας. Χωρίς αυτήν παραπαίουμε, χάνουμε την ταυτότητα, τον πολιτισμό και την κουλτούρα μας. Χωρίς τη γλώσσα κινούμαστε απλαισίωτοι σ’ ένα αχανές, ψευδοπολυπολιτισμικό περιβάλλον, όπου τον πρώτο λόγο έχει η ανοησία της θεοποιημένης τεχνολογίας, ο ξεπεσμός των ανάπηρων γλωσσικά e-mail και η υποκουλτούρα των έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων της χώρας.
Το πρόβλημα του κυπριακού κρασιού δεν θα μπορούσε να ήταν, συνεπώς, διαφορετικό, παρά πρόβλημα κουλτούρας. Πρώτα και κύρια, αμπελουργικής. Ποια είναι η κουλτούρα μας σε επίπεδο αμπελώνα; Πού φυτεύουμε και πώς; Ποιες ποικιλίες και γιατί; Και, κυρίως, χρειαζόμαστε ιδιόκτητο αμπελώνα ή μπορούμε και με τους δανεικούς; Αν ήμασταν στη Βουργουνδία, τα ερωτήματα θα έμοιαζαν αστεία, παιδαριώδη, αφού αυτά είναι ζητήματα τα οποία έχουν επιλυθεί εδώ και αιώνες. Εκεί, η κουλτούρα του αμπελώνα είναι ριζωμένη βαθιά, είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη κάθε Βουργουνδού από τον καιρό που γεννιέται και μεγαλώνει μέσα στα φυλλώματα της αμπέλου. Άλλα είναι που τον απασχολούν. Πώς θα αποκτήσει ένα-δυο στρέμματα μέσα στις ζώνες με τα premier και τα grand cru, πώς θα πάρει κάθε χρόνο το καλύτερο σταφύλι, πώς θα αποφύγει τους ψεκασμούς και τις λιπάνσεις, πώς θα σεβαστεί το ευρύτερο οικοσύστημα και άλλα συναφή.
Ας αφήσουμε τον αμπελώνα κι ας εξετάσουμε μία άλλη πτυχή του πράγματος. Την κουλτούρα των οινοποιητικών μας κτισμάτων. Στο Bordeaux, επί παραδείγματι, όλα τα οινοποιεία διέπονται από μια συγκεκριμένη αρχιτεκτονική, η οποία έχει κάνει ανά τον κόσμο γνωστά τα περίφημα château της περιοχής. Όπου γυρίσεις θα δεις έναν πανέμορφο και καλοδιατηρημένο πύργο, που από την όψη και μόνο σε προσκαλεί και σε προδιαθέτει θετικά. Εδώ, ποια είναι η αρχιτεκτονική μας κουλτούρα; Ο ένας κάνει οινοποιείο με μπετόν αρμέ, ο άλλος κτίζει με τοπική πέτρα, ο τρίτος προτιμάει την εισαγόμενη από την Κάρυστο. Και όλα αυτά στο ίδιο χωριό μέσα, στην ίδια αμπελουργική περιοχή. Με λίγα λόγια ο καθένας κάνει ό,τι του κατέβει. Ποιο σέβας αναμένουμε να επιδείξει ο επισκέπτης, και δη ο ποιοτικός που όλοι επικαλούμαστε, όταν στο διάβα του για τα οινοποιεία της χώρας θα αντικρίσει αυτή την κιτσαρία;
Μακάρι να ήταν μόνο αυτά. Τα αμπέλια και τα κτήρια. Δυστυχώς, δεν είναι οι μόνοι πρεσβευτές της κυπριακής υποκουλτούρας. Είναι και πολλά άλλα. Η ακαλαισθησία των εσωτερικών χώρων, οι ετικέτες των κρασιών, οι τρόποι διαφήμισης και προώθησης και άλλα πολλά. Όλα αυτά, όσο παράξενο κι αν ακούγεται σε κάποιους, εδράζονται στη γλώσσα και την πρωτοφανή υπόσκαψή της. Όλα αυτά είναι το αποτέλεσμα της απαξίωσης της ευρύτερης οικογενειακής και σχολικής παιδείας, που μας έχει καταντήσει μία χώρα άνευ κουλτούρας, μία χώρα πρωταθλήτρια του τίποτα!
15/05/2011
|