Ο κατήφορος
Είναι Σάββατο μεσημέρι και περπατάω στο αθηναϊκό κέντρο, όπου τα μαγαζιά εστίασης ποικίλλουν, καθώς το ένα ανοίγει μετά το άλλο. Τα πιο μοδάτα και πιασάρικα εξ αυτών έχουν στοιχισμένα έξω κάτι μικρά, στρόγγυλα συνήθως τραπεζάκια, τα οποία στέκουν γερμένα στο επικλινές πεζοδρόμιο. Το ένα πλάι στο άλλο, σε μια στενότητα χώρου που θα ζήλευε και η πλέον επικίνδυνη παραλλαγή του κορωνοϊού. Οι πελάτες να συνωστίζονται στα μικροσκοπικά τραπεζάκια χαριεντιζόμενοι, άλλοι κρατώντας ανά χείρας ένα ποτήρι χλομού ροζέ σε στιλ Προβηγκίας, άλλοι μία Μαλαγουζιά, σκέτη ή με ολίγον πάγο, άλλοι κρατώντας ένα κοκτέιλ κι άλλοι παραδομένοι εις τις παλιές καλές συνήθειες του σκοτσέζικου. Μερικοί, άνδρες, γυναίκες ή άλλοι, να έχουν καθισμένο στα γόνατά τους ή κουρνιασμένο στην αγκάλη τους ένα σκυλάκι ράτσας κι όλο να το χαϊδεύουν και να του δείχνουν την αμέριστη αγάπη και στοργή τους. Εν τω μεταξύ, η Ελλάς να μαστίζεται όσο καμία άλλη χώρα στην Ευρώπη από υπογεννητικότητα, καθώς οι γεννήσεις πλέον είναι μισές σε σχέση με τους ετήσιους θανάτους, καθιστώντας την οξεία αυτή δημογραφική πραγματικότητα τη μεγαλύτερη απειλή για την ύπαρξη του Ελληνισμού, ο οποίος, εάν η ολέθρια αυτή πορεία δεν ανακοπεί, θα οδηγηθεί εις το ιστορικό του τέλος διά της φυσικής οδού, μήτε από τον Τούρκο μήτε από κανέναν άλλο.
Ο κατήφορος στον οποίο επάνω ξοδεύουμε τα μεσημέρια του Σαββάτου μας, και όχι μόνο, είναι απλώς μία αμυχή των εθνικών τραυμάτων μας. Είναι, όμως, χαρακτηριστική και πολύ ενδεικτική της διαλυτικής τροπής που έχει πάρει ο βίος μας. Διαλυτική, καθώς πια η τράπεζα της κάθε ημέρας αντικαταστάθηκε από το στρίμωγμα σε μία τοσοδούλα κόχη, καθώς τα σπλάχνα μας είναι πια τα σκυλιά και τα γατιά μας, καθώς κύρια έγνοια μας είναι η φιγούρα, το ψευδές και το φαίνεσθαι. Και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά τα ευτράπελα, κάπου ανάμεσα στη ζωοφιλία μας, κάπου εκεί κοντά προκύπτει και η οινοφιλία μας, ως ένα ακόμη αξεσουάρ και ως ένα ακόμη «προσόν» του σύγχρονου ανθρώπου, ανδρός, γυναικός ή άλλου.
Μέσα σε όλο αυτό το εμετικό λάιφ στάιλ, μέσα σε όλη αυτή τη φενάκη και τον θεατρινισμό, σε αυτήν όλη τη φασαρία και την αμετροεπή έπαρση, είδαν φως και μπήκαν και πολλοί οινοποιοί μας, που, παρασυρόμενοι από το επιδερμικό κλίμα της εποχής, προσχώρησαν στα ροζέ της Προβηγκίας και την τιμολόγηση της Βουργουνδίας, συντηρώντας αθάνατη τη στέρεα παράδοση του έθνους, που μας θέλει να κυνηγάμε το εύκολο και το γρήγορο κέρδος, αδιαφορώντας για το αύριο. Δυστυχώς, αυτοί είμαστε!
23/09/2024
|