Γιατί ακριβαίνουν τα κρασιά;
Περπατάω στο αθηναϊκό κέντρο και μπαίνω σε μία όμορφη και γνωστή κάβα. Κοιτάω τα ράφια του μαγαζιού, βλέπω τους παλιούς γνώριμους της ελλαδικής αμπελοοινικής σκηνής, ωστόσο, βλέπω κι αρκετούς νέους οινοποιούς, που άλλοι συνετά κι άλλοι (οι πλείστοι) με θράσος, εισέρχονται στον εν Ελλάδι οινικό στίβο, προκειμένου να διεκδικήσουν μερίδιο αγοράς. Κοιτάω τις φιάλες με τα ροζέ ενός νεοφώτιστου παραγωγού, δεν θυμάμαι καν το όνομά του: 50, 55, 60 ευρώ έκαστο. Πενήντα κι εξήντα ευρώ για ένα ροζέ κρασί; Στην Ελλάδα; Γιατί; Πέστε μου έναν πειστικό λόγο. Θα παραμερίσω τις προσωπικές μου προτιμήσεις, θα αφήσω στην άκρη το γεγονός ότι δεν πίνω καν ροζέ κρασιά, καθώς τα θεωρώ ό,τι πιο νερόβραστο γεννάει ένα αμπελοτόπι, ειδικά σήμερα που όλοι έγιναν Προβηγκιανοί και φτιάχνουν αυτά τα ωχρά και ψόφια χρωματικώς ρόδινα (που δεν είναι ρόδινα) κρασιά. Τα αφήνω όλα τα προσωπικά στην άκρη και διερωτώμαι: τι είναι αυτό που κάνει τόσο ακριβό ένα ροζέ κρασί; Η πολυδάπανη παραγωγή του; Η πολύμηνη ωρίμασή του σε ακριβά κρασοβάρελα; Η πολυετής παλαίωσή του στη φιάλη; Εφόσον τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει κι εφόσον δεν μπορώ να εντοπίσω τους λόγους αυτής της ακρίβειας, φυσικό δεν είναι να αναρωτηθώ;
Βλέπω, πέρα από τα προαναφερθέντα ροζέ, μία Σαντορίνη στα 100 ευρώ, ένα κρασί από τις Κυκλάδες στα 215, ένα από την Κρήτη στα 120, άλλο από τη Νάουσα στα 70, άλλο ένα ναουσαίϊκο στα 90, κάτι συλλογές ξενικών ποικιλιών στα 70, γενικώς, κρασί κάτω από 10 ευρώ δεν υπήρχε ούτε για δείγμα, κάτω δε από 15 ελάχιστα μόνο.
Μπαίνω στον έσω χώρο, όπου φυλάσσονται τα εισαγόμενα κρασιά της κάβας και βλέπω κάποια καλά Barolo στα 50, πάνω-κάτω, ευρώ. Κοιτάω κάποια άλλα, ωραία και φημισμένα ισπανικά κρασιά, στα 15 έως 30 ευρώ. Και σκέφτομαι ότι έχουμε φτάσει στο σημείο να πωλούνται ακριβότερα από τα φημισμένα κόκκινα του πλανήτη τα πλείστα σχεδόν ερυθρά της ελλαδικής γης. Θα πει κάποιος: και γιατί όχι; Καλύτερα είναι τα Barolo και τα Rioja από τα εν Ελλάδι κόκκινα; Πρώτον, είναι, ναι, καλύτερα και, δεύτερον, έχουν σαφώς μεγαλύτερη φήμη και ασυγκρίτως πολυπληθέστερο αγοραστικό κοινό, οπότε το θέμα με την τιμολόγηση των ελλαδικών κρασιών καταντάει να είναι ακριβώς το ίδιο με το θέμα με τις ξαπλώστρες.
Τι εννοώ; Πήγα προ ημερών στην Κακιά Θάλασσα στην Κερατέα, όπου υπήρχαν κάποιες πολύ μέτριες και πολύ στοιχειωδώς συντηρημένες ξαπλώστρες. Πλησίασα κι ήρθε ένας πολύ ευγενικός τυπάς, αγνό τέκνο αυτής της πατρίδος, κι όλο χαμόγελο μού είπε ότι επειδή ήταν καθημερινή θα μπορούσε να μου δώσει τις μπροστινές ξαπλώστρες στα 15 ευρώ το ζευγάρι και τις πιο πίσω στις 10 το ζεύγος. Αυτές είναι οι πιο φθηνές μάλλον που βρίσκει κανείς στην Αττική, καθώς οι τιμές της ξαπλώστρας φθάνουν στις πλέον φημισμένες παραλίες μέχρι και τα 500 ευρώ το ζεύγος! Και ερωτώ: πώς επιτρέπει ένα σοβαρό κράτος στον κάθε κοπρίτη να λυμαίνεται κατ’ αυτόν τον επαίσχυντο τρόπο τις δημόσιες παραλίες; Κάποιοι εξυπνάκηδες θα πουν: «κοίταξε να δεις, ελεύθερη αγορά έχουμε, ο καθένας χρεώνει όσο θέλει»! Βεβαίως, κύριοι, κι εγώ στην ελεύθερη αγορά πιστεύω, ουδέποτε ασπάστηκα τις ιδέες του κουμμουνισμού ή άλλων παρεμφερών ιδεολογημάτων, πλην όμως χρεώνεις όσο θέλεις για κάτι που σου ανήκει κι όχι για κάτι που αποτελεί κοινό, δημόσιο αγαθό.
Κάποιος ίσως πει: «ναι μεν, αλλά αυτά δεν γίνονται κτλ., κτλ., κτλ.». Καλά, η Κύπρος, που δεν είναι και καμία χώρα που φημίζεται για την οργάνωση και την πνευματικότητά της, πώς τα κατάφερε εδώ και χρόνια να έχει διατιμήσει την ξαπλώστρα στα 2,50 ευρώ σε όλες τις παραλίες της; Για να λέμε και τα καλά του τόπου μας, εδώ είμαστε μπροστά, καθώς και έχουμε διατιμήσει τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες και διαδίκτυο προσφέρουμε σε πολλές παραλίες και ντους και αποδυτήρια και αναψυκτήρια και άλλα τινά.
Στο αρχικό ερώτημα «γιατί ακριβαίνουν τα κρασιά» δεν έχω απαντήσει, όμως. Βλέπετε, παρασύρθηκα και πολυλόγησα, οπότε θα επιφυλαχθώ για το επόμενο σημείωμα. Δεν ακρίβυναν και συνεχίζουν να ακριβαίνουν για πολύ πραγματικούς λόγους, αλλά για λόγους που ούτε καν φαντάζεστε. Στο επόμενο σημείωμα θα τους παραθέσουμε ευσυνόπτως.
11/07/2025
|