Οι γλωσσικές μου πεποιθήσεις
Στο προηγούμενο σημείωμά μου έθιξα το θλιβερό γεγονός της χρήσης ξένων γλωσσών στην ονοματοδοσία των εν Ελλάδι και εν Κύπρω παραγόμενων οίνων. Κάποιοι ίσως αναρωτηθούν, και δικαιολογημένα, ως προς το ποιο είναι το «κόλλημά» μου με τα αγγλικά, τα γαλλικά και τις λοιπές ευρωπαϊκές, και όχι μόνο, γλώσσες. Μήπως, βασιζόμενος στην πεποίθησή μου πως η ελληνική γλώσσα είναι ίσως η σεβασμιοτέρα της οικουμένης, υποτιμώ όλες τις υπόλοιπες γλώσσες του κόσμου; Μήπως είμαι τελικώς ένα αγκυλωμένο και μονόχνοτο και πείσμον πλάσμα, που αδυνατεί να αντιληφθεί ότι ζούμε σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία, όπου όλα ζυμώνονται και όλα εξελίσσονται πέρα από εθνικά σύνορα και γλώσσες; Γιατί, δηλαδή, ο Αϊβαλής ή ο Παπαργυρίου, τους οποίους έφερα ως παράδειγμα στο προηγούμενο μου κείμενο, να ψέγονται επειδή έδωσαν στα κρασιά τους γαλλικά ονόματα;
Εδώ, κρίνω σκόπιμο να ξεδιπλώσω ευσυνόπτως τις απόψεις μου περί ξένων γλωσσών, για να πω ευθαρσώς ότι πιστεύω ακραδάντως πως η αδυναμία κάποιου να ομιλήσει σήμερα μία ή δύο ξένες γλώσσες, κατά τρόπο άψογο, αποτελεί, κατ’ εμέ, μία μορφή «αναπηρίας». Μία «αναπηρία», την οποία θα συναντάει μπροστά του σε κάθε βήμα, επαγγελματικό ή, ακόμη, και προσωπικό. Γι’ αυτό και ο γράφων είναι πιθανότατα ο μοναδικός Έλλην της Κύπρου ο οποίος έστειλε και τις δύο του θυγατέρες πρώτα σε φροντιστήριο γαλλικών (από την πρώτη δημοτικού) και μετά σε φροντιστήριο αγγλικών (στην πέμπτη δημοτικού), προκειμένου να διασφαλιστεί, πέρα από κάθε πιθανότητα, η εκμάθηση δύο κύριων και σημαντικών γλωσσών, χωρίς τη γνώση των οποίων οι επαγγελματικές θύρες δεν μπορεί να είναι πάντα ανοιχτές κατά τρόπο διάπλατο. Αυτή είναι, λοιπόν, η άποψή μου περί ξένων γλωσσών! Τις θεωρώ απολύτως απαραίτητες, καθώς αποτελούν μερικά από τα ισχυρότερα όπλα στη φαρέτρα κάθε επαγγελματία και κάθε μορφωμένου ανθρώπου.
Όταν, όμως, κάθομαι στο τραπέζι με τη γαλλομαθή και αγγλομαθή κόρη μου κι αυτή μου πετάει ξενικές λέξεις, κυρίως εγγλέζικες, γίνομαι θηρίο! Γιατί τη θέλω να πατάει στα πόδια της, σεβόμενη την ελληνική καταγωγή της και την πλούσια γλώσσα της, την οποία και δεν δέχομαι να ευτελίζει, πετώντας κάθε πέντε λέξεις και μία εγγλέζικη. Όταν μιλάμε ελληνικά, μιλάμε ελληνικά κι όταν μιλάμε αγγλικά, μιλάμε αγγλικά, τελεία και παύλα!
Ομοίως και με τα κρασιά. Όταν φτιάχνουμε ελληνικά κρασιά, τους δίνουμε ελληνικά ονόματα κι όταν φτιάχνουμε γαλλικά κρασιά τους αποδίδουμε γαλλικά ονόματα. Δεν νοείται κάτι αλλιώτικο. Πώς είναι δυνατόν ο Γάλλος να μη διανοείται να δώσει εγγλέζικο όνομα στο κρασί του, στο όνομα δήθεν του μάρκετινγκ, πώς είναι δυνατόν ο Γερμανός, με τη βαριά εκείνη και δύσπεπτη και συχνά κακόηχη και δυσκολοπρόφερτη γλώσσα, να μη διανοείται να βαφτίσει το κρασί του στα αγγλικά ή στα γαλλικά κι εμείς, οι πλέον προικισμένοι γλωσσικά, να καταδεχόμαστε να χρησιμοποιούμε, για λόγους που δι’ εμέ είναι ακατάληπτοι, ξενικά ονόματα για να ονοματοδοτήσουμε τα κρασιά των πλέον ιστορικών μας αμπελώνων, όπως, επί παραδείγματι, της Νεμέας ή της Νάουσας;
Ένιωσα την ανάγκη να διευκρινίσω κάποια πράγματα σχετικά με τις γλωσσικές μου αντιλήψεις, γιατί αισθάνθηκα ότι ορισμένοι πιστεύουν ότι θεωρώ μίασμα τις όποιες ξένες γλώσσες. Κάθε άλλο! Κλείνω λέγοντας τούτο: για να στείλω τα παιδιά μου από την πρώτη δημοτικού στα γαλλικά κι όχι στα αγγλικά, προκειμένου να διασφαλίσω ότι θα μάθουν δύο τουλάχιστον γλώσσες, χρειάστηκε να τσακωθώ και ολίγον με την εκλεκτή μου σύζυγο, χρειάστηκε να μιλήσω, να επιχειρηματολογήσω, να επιμείνω, τόσο πολύ προσπάθησα για τα μάτια των ξένων γλωσσών. Έτερον εκάτερον, όμως.
14/02/2025
|