Château Margaux: αξίζει τα λεφτά του;
Η περίφημη ταξινόμηση των κρασιών του Μπορντό, στη νοτιοδυτική Γαλλία, έγινε εν έτει 1855. Από τα χιλιάδες κτήματα παραγωγής κρασιού της βαρυσήμαντης αυτής αμπελουργικής περιοχής επιλέγηκαν καμιά εξηνταριά, τα οποία περιλήφθηκαν στην ταξινόμηση του 1855, που από τότε ελάχιστα έχει αλλάξει. Εκατόν εξήντα τρία έτη πριν, λοιπόν, οι άνθρωποι που ανέλαβαν να κατηγοριοποιήσουν τα κρασιά του Μπορντό, αποφάσισαν να κατατάξουν τα 60 πρώτα σε πέντε ποιοτικές βαθμίδες. Στην ανώτερη όλων βαθμίδα, ονόματι Premier Grand Cru Classé ή First Growth, όπως είναι επίσης γνωστή, κατάφεραν να εισέλθουν τέσσερα μόλις οινοποιεία, τα Château Margaux, Château Latour, Château Lafite-Rothschild και Château Haut-Brion. Έναν αιώνα και 18 έτη μετά, ύστερα από τις επίπονες και υποβοηθούμενες από τους κατάλληλους ανθρώπους προσπάθειες του βαρόνου Baron Rothschild, το Château Mouton-Rothschild καταφέρνει να αναβαθμιστεί και από Second Growth να ενταχθεί στην αξιοζήλευτη ομάδα των Premier Grand Cru Classé, οπότε τα μέλη του κλειστού αυτού κλαμπ γίνονται πλέον πέντε. Από το 1973, που έγινε αυτή η αναβάθμιση, τίποτα το ουσιαστικό δεν έχει αλλάξει στη διάσημη ταξινόμηση του 1855. Πολλοί είναι οι Γάλλοι που δεν διανοούνται καν να πειράξουν το ιερό τέρας της ταξινόμησης του 1855, καθώς αυτό έχει καταστεί ιδανικό εργαλείο διαφήμισης και προώθησης των κρασιών τους, μέσω της εδραιωμένης πια φήμης όλων των πύργων που έχουν το προνόμιο να βρίσκονται σε μια από τις πέντε βαθμίδες ιεράρχησης. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι οι τιμές πώλησης αυτών των οίνων τραβάνε συνεχώς την ανηφόρα, μη καταλαβαίνοντας από οικονομική κρίση και άλλα τινά. Στον αντίποδα βρίσκονται κάποιοι, που επιχειρηματολογούν κατά της ταξινόμησης του 1855, λέγοντας πώς αυτή έχει καταστεί ανεπίκαιρη έως άκυρη, καθώς πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Η αλήθεια, εντούτοις, είναι πως το προνόμιο που έλαβαν το 1855 τα λίγα στον αριθμό οινοποιεία του Μπορντό τα έχει βοηθήσει να καταστούν κορυφαίοι οινοπαραγωγοί, έστω κι αν δεν ήταν το 1855 ή κάποια χρόνια ή δεκαετίες αργότερα. Αυτό που θέλω να πω είναι, δηλαδή, πως η αγορά, αυτό το «ακατανόητο» αλλά συχνά δίκαιο θηρίο, ήρθε από μόνη της να ρυθμίσει πολλές από τις εκκρεμότητες και τις ελλείψεις του 1855, καθώς τα κτήματα που έλαβαν το προνόμιο έκαναν ό,τι μπορούσαν όχι μόνο για να διατηρήσουν την ποιότητα των κρασιών τους αλλά και για να την αναβαθμίσουν όσο περισσότερο γινόταν.
Το ερώτημα που γεννάται μέσα μου κάθε φορά που δοκιμάζω ένα από αυτά τα μεγάλα κρασιά της οικουμένης, είναι πάντοτε ένα: αξίζουν τα λεφτά τους; Πριν από μερικές ημέρες είχα τη σπάνια χαρά να ανοίξω στο σπίτι ένα Château Margaux του 1997, μια και υπήρχε στην οικία μας μία σημαντική επέτειος. Βλέπετε, αυτά δεν είναι κρασιά να τα ανοίγει κανείς κάθε μέρα, όχι μόνο γιατί είναι πανάκριβα, αλλά και γιατί η συχνή κατανάλωσή τους αφαιρεί όλο αυτό το μεγαλείο κι όλο αυτό το μυστήριο που τα περιβάλλει, διαλύεται αυτό το όνειρο κι όλη αυτή η «μέθη» κι η λαχτάρα να τα γευτεί κανείς στο κάθε τόσο. Η φιάλη του 1997 που κρατούσα σε μία Eurocave εικοσαετίας ήταν τη στιγμή που την πήρα στα χέρια μου σε κατάσταση πραγματικά άριστη, καθώς η ετικέτα καθόταν άθικτη και ατσαλάκωτη επάνω στα τοιχώματα της πολύ απλής φιάλης του Château Margaux. Ο φελλός είναι πάντοτε μια αγωνία όταν ανοίγεις ένα τέτοιο κρασί. Όλο διερωτόμουνα: θα είναι σε καλή κατάσταση εικοσιένα χρόνια μετά τον τρύγο, μήπως μας βγει ελαττωματικός και πάει το κρασί στράφι; Εύκολα, όμως, γλίστρησε και αποσπάσθηκε από το μπουκάλι σχεδόν καινούργιος, αλώβητος, με το κρασί να έχει μόλις βρέξει την έσω μόνο μεριά του, αφήνοντας άθικτα όλα εκείνα που φέρει τυπωμένα επάνω του, λες και μόλις χθες πωμάτισε τη φιάλη. Η πρώτη και μεγαλύτερη όλων αγωνία είχε πια περάσει. Έμενε τώρα να πέσει μία μικρή ποσότητα στο κολονάτο, να δούμε το κρασί πως ζει, πως έχει ακόμη ζέση και σφρίγος και ρώμη μέσα του. Ήταν όλα εκεί, όταν το ποτήρι ζύγωσε τη μύτη. Τις πρώτες δυο μικρές γουλιές διαδέχθηκε μια τρίωρη επιστροφή στην κάβα, προκειμένου το κρασί να αναπνεύσει αποτελεσματικά, προτού κληθεί να κοσμήσει το δείπνο μας. Ένα κυπριακό βοδινό φιλέτο επαρκώς σιτεμένο και πολύ καλό σε μέγεθος, ψημένο ξερό στο τηγάνι, ήταν ό,τι έπρεπε, μια και, να ξέρετε, αυτά τα μεγάλα κόκκινα δεν θέλουν πολύπλοκες σάλτσες, αφού ζητάνε όλα τα φώτα στραμμένα επάνω τους. Όσο η ώρα περνούσε, το Château Margaux του 1997, που, ας σημειωθεί, δεν θεωρείται παρά μια μέτρια χρονιά, ούτε εξαιρετική ούτε κακή, δηλαδή, άνοιγε και μεταμορφωνόταν και γινόταν συμπαγέστερο, κομψότερο, ουσιαστικότερο, βαθύτερο, πολυπλοκότερο, μεγαλύτερο, πληρέστερο, καταλήγοντας τελικά σε εμπειρία ζωής. Ίσως υπερβάλλω θα πείτε. Κι ίσως δεν απαντώ στο ερώτημα που τιτλοφορεί το σημερινό σημείωμά μας. Ίσως… Αλλά, σε μερικά πράγματα σε αυτή τη ζωή απαντήσεις δεν υπάρχουν, γιατί, ακριβώς, το εγχείρημα να απαντήσει κανείς κατά πόσον αξίζει τα λεφτά του ένας μύθος καταργεί τον ίδιο τον μύθο και μαζί όλη ενδεχομένως τη μυθολογία. Αν, ωστόσο, επιμένετε σε ένα «ναι» ή ένα «όχι», θα σας απαντήσω: με το μυαλό, τη λογική και την όποια οινική μου γνώση σας λέω ότι όχι, δεν τα αξίζουν αυτά τα χρήματα, όσο μεγάλα και σπάνια κρασιά κι αν είναι. Με την καρδιά και το συναίσθημα, όμως, δεν έχω παρά να σας πω, ναι, αξίζουν! Όπως λέει και στο άσμα «Αύγουστος» ο αείμνηστος Παπάζογλου: θα πάω, κι ας μου βγει και σε κακό.
20/05/2018
|