Νεμέα, Τρίτη και 13…
Είναι Αύγουστος, Τρίτη και 13. Κάθομαι στην ταβέρνα Σοφός στη Νεμέα με τον φίλο μου Γιώργο Παλυβό. Είχα φθάσει λίγη ώρα πριν στη Νεμέα, συν γυναιξί και τέκνοις, μετά από μια πρωινή απόφαση της στιγμής να πεταχτούμε οικογενειακώς μέχρι την πόλη των Λεόντων, την ονομαστή αμπελουργική ζώνη της Πελοποννήσου κι ολόκληρης της Ελλάδος. Στον δρόμο έκαιγε η Εύβοια, τα αποκαΐδια της έφθαναν έως τα ρουθούνια μας κι οι μνήμες από τις περυσινές πύρινες τραγωδίες ξανάναβαν κι αυτές…
Επήρα την έξοδο για την Αρχαία Νεμέα και στο έμπα του χωριού συνάντησα πρώτο το οινοποιείο του Λέοντα της Νεμέας Θανάση Παπαϊωάννου. Τι να κάνει ετούτη η μορφή του νεμεάτικου οίνου, αναρωτήθηκα… Θα έχει μεγαλώσει πια και θα έχει για τα καλά πιάσει τα ηνία της ιστορικής μονάδος ο υιός του Γιώργος, σκέφτηκα. Η σκέψη πέρασε γρήγορα από το μυαλό μου, ώσπου στα αριστερά του δρόμου είδα ξανά, μετά από αρκετά χρόνια, να δεσπόζει στην πλαγιά ο επιβλητικός, ενιαίος αμπελώνας 150 στρεμμάτων του Κτήματος Παλυβού. «Αυτό το αμπέλι είναι του Παλυβού», πρόλαβα να πω στη σύζυγό μου, η οποία είχε την ιδέα και την επιθυμία να γνωρίσει κι από κοντά τη Νεμέα. Δεν πρόλαβα να τελειώσω την κουβέντα μου κι είδα στα αριστερά μου το οινοποιείο του Γιώργου Παλυβού. Αν και δεν είχα ειδοποιήσει για το πέρασμά μου, μπήκα στο προαύλιο της οινοποιίας μπας και πετύχω τον αγαπητό Γιώργο να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες. Έλειπε. Τον παίρνω στο κινητό, μου απαντάει. «Πώς και μας θυμήθηκες, φίλε», μου κάνει χαριτολογώντας. «Πού είσαι», με ρωτάει. «Έξω από το οινοποιείο σου», απαντώ. «Σε 10 λεπτά είμαι εκεί…» Πράγματι, μέχρι να πιούμε ένα καφεδάκι ο Γιώργος περιχαρής, ατόφιος, έξω καρδιά ως είναι, ήταν εκεί, φιλόξενος, θερμός, ανθρώπινος, όπως πάντα. Ήταν σαν να μην πέρασε μία μέρα από την τελευταία φορά που τον είχα δει, ο καιρός δεν άφησε τις καρδιές μας να κρυώσουν, ανταμώσαμε και πάλι όπως δυο καλοί φίλοι, που όσα χρόνια κι αν περάσουν η θέρμη μένει. Η σύζυγός του Αγγελική, οι δυο του κόρες, Βασιλική και Βαγελίτσα, η δεύτερη απόφοιτος της σχολής Οινολογίας της Βουργουνδίας, ήταν κι αυτές το ίδιο φιλόξενες και θερμές, έτσι, στάθηκε αδύνατον να αποδράσουμε. Μπήκαμε στο αμάξι και περάσαμε από τον ενιαίο αμπελώνα των 150 στρεμμάτων του Παλυβού, έναν μόνο από τους αμπελώνες του, εννοείται, πεταχτήκαμε μέχρι τον κάμπο της Νεμέας, περάσαμε από τον καινούργιο της περιοχής, τον Ιερόπουλο, σπουδαίο κομπολογά που έπιασε τα αμπέλια, στήνοντας μια ζηλευτή μονάδα, κινήσαμε για τον Γκόφα, με τη μοντέρνα οινοποιία του, που στέκει περιποιημένη και δροσερή επάνω από την κοίτη ενός αξιοθαύμαστου ποταμού, κάναμε τη βόλτα μας και, μετά από μια γρήγορη γευστική δοκιμή, καταλήξαμε στην ταβέρνα Σοφός, την καλύτερη με διαφορά που υπάρχει στην περιοχή. Στον δρόμο πριν την άφιξή μας στην ταβέρνα θυμήθηκα πάλι τον Θανάση Παπαϊωάννου κι έτσι ρώτησα τον Παλυβό να μου πει τι κάνει αυτή η μορφή, που όσοι γνωρίζουν αποκαλούν Λέοντα της Νεμέας, καθώς ήταν ο άνθρωπος που σε ανυποψίαστες εποχές ανέδειξε το καλό νεμεάτικο κρασί, ξεχωρίζοντας αμπελοτόπια και συγκεκριμένες περιοχές. Μόλις φθάσαμε στον Σοφό, κι αφού καθίσαμε και πιάσαμε την κάρτα με τα φαγητά, κτύπησε το τηλέφωνο του Παλυβού. Ο Γιώργος χλόμιασε, είπε μόνο: «ο μπάρμπα-Θανάσης, πότε»;
Αμέσως κατάλαβα πως ο Λέοντας είχε φύγει. Συγκινήθηκα, ένιωσα αμέσως, καθήμενος σε μια ταβέρνα της Νεμέας την ώρα του θανάτου του μπάρμπα-Θανάση, ότι μαζί του πέθαινε κι ένα κομμάτι της γης που πολύ αγάπησε και που πολύ ανέδειξε. Τι σου είναι ετούτη η ρημάδα η ζωή όμως, ε; Άλλος έρχεται, άλλος φεύγει, άλλος χαίρεται, άλλος πονάει. Μια γουλιά είναι, τόσο διαρκεί, μια καθισιά κρασί, όσο να ανοίξεις τα μάτια και να τα ξανακλείσεις, μια κοφτή ριπή στον αγέρα. Κι αυτή τη ριπή στον αγέρα εμείς τα μικρά ανθρωπάκια προλαβαίνουμε και τη ρυπαίνουμε, τη μολύνουμε και τη χαραμίζουμε σε πάθη, μικρότητες και ευτελείς συνήθειες, που λέει και ο ποιητής.
Κίνησα να φύγω από τη Νεμέα αφήνοντάς την πίσω μου φτωχότερη, νιώθοντας όμως πλήρης από την αγάπη και τη φιλοξενία του φίλου μου Γιώργου. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν μετάνιωσα στιγμή που ασχολήθηκα με τούτο το Θείο δώρο, το κρασί, γιατί μέσα σε αυτό γνώρισα πάμπολλους αγαθούς και πράους ανθρώπους, που κοσμούν τον βίο μου κι ομορφαίνουν την καθημερινότητά μου.
30/08/2019
|