Αμπέλια πυροσβέστες
Άκουσα για τις φωτιές στην Πάφο και για τις καταστροφές στα χωριά της περιοχής και πιάστηκε η ψυχή μου. Έμαθα για τους κατοίκους, που βλέπουν το βιος τους να χάνεται μπρος στα μάτια τους, περιμένοντας να φανεί στον πνιγμένο από τους καπνούς ορίζοντα κάποιο πτητικό μέσο, να ρίξει μια κατεβασιά νερό να σβήσει ο πύρινος δαίμονας. Κι αυτό να μην έρχεται. Και να σε πιάνει αυτό το βαραθρώδες αίσθημα της απελπισίας, καθώς περιμένεις να φανεί ένα καναντέρ από τη μητέρα πατρίδα ή κάποιο ελαφρύτερο και λιγότερο αποτελεσματικό από την Ιορδανία, την Αίγυπτο ή τον μηχανισμό έκτακτης ανάγκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί, πάλι, δεν φανήκαμε άξιοι και προνοητικοί να έχουμε τα δικά μας μέσα εναέριας πυρόσβεσης, γιατί, λέει, ο Γενικός Ελεγκτής δεν άφησε το Τμήμα Δασών να προχωρήσει σε αγορές, την ίδια στιγμή που ο Ελεγκτής το αρνείται και ρίχνει την ευθύνη στο Δασών. Τρελά πράγματα, δηλαδή. Οι ευθύνες να πηγαινοέρχονται ωσάν μπαλάκι της επιτραπέζιας αντισφαίρισης, ο ένας να λέει το άλφα κι ο άλλος να υποστηρίζει το βήτα κι, εν τω μεταξύ, η Κύπρος να καίγεται και να χάνει για πάντα το λιγοστό πράσινο που της είχε απομείνει.
Ανησύχησα όταν άκουσα πως η πύρινη λαίλαπα πέρασε και από τη Λεμόνα, όχι γιατί η Λεμόνα έχει περισσότερη σημασία από όλα τα υπόλοιπα χωριά που έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές, αλλά γιατί εκεί δραστηριοποιείται το οινοποιείο του Άγγελου Τσαγγαρίδη, ενός νέου ανθρώπου που πάλεψε πολύ για να δημιουργήσει τους αμπελώνες του και την οινοποιητική του μονάδα. Πάλεψε με τα μέσα που είχε στη διάθεσή του και τα κατάφερε πολύ καλά, μια και τα τελευταία χρόνια η ποιότητα των κρασιών του συνεχώς ανεβαίνει. Μάλιστα, δεν το κρύβω, εκτιμώ το οινοποιείο του φίλου Τσαγγαρίδη και για έναν ακόμη λόγο, γιατί έχει κρατήσει τη βασική σειρά των κρασιών του σε λογικά επίπεδα τιμολόγησης, προσπαθώντας να συγκρατήσει, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό, την ακρίβεια των καιρών που ατυχώς διανύουμε.
Σήκωσα, λοιπόν, το τηλέφωνο και κάλεσα τον οινοποιό, ήθελα να μάθω εάν κάηκαν οι αμπελώνες του, που με τόσο κόπο φύτεψε και μεγάλωσε. «Κύριε Γιάννο, οι αμπελώνες μου σταμάτησαν τη φωτιά!», μου είπε, σε τόνο ήσυχο. «Έφθασαν μέχρι τα αμπέλια μου οι φλόγες, αλλά επειδή τα έχω καθαρά, καλλιεργημένα, ξεχορταριασμένα κι έχω κάνει μπροστά και δρόμο, η φωτιά έσβησε εκεί, δεν τα πείραξε»!
Ανακουφίστηκα. Και αμέσως σκέφτηκα πως όλοι μας, και πρωτίστως η πολιτεία, θα πρέπει να τιμάει και να βοηθά με κάθε τρόπο αυτούς τους ανθρώπους, που στέκουν εκεί στην ξεχασμένη και δύστροπη κυπριακή ύπαιθρο και καλλιεργούν αμπελώνες και άλλα τινά, γιατί αυτοί οι άνθρωποι προσφέρουν εθνική υπηρεσία, γιατί κρατάνε τα χωριά μας ζωντανά, γιατί προσφέρουν ζωή στη φύση μας με τις καλλιέργειές τους, γιατί συνεισφέρουν στην τοπική και εθνική οικονομία, γιατί συμβάλλουν στη μείωση της ανεργίας, γιατί λειτουργούν ακόμη και ως πυροσβέστες, καθώς διατηρούν τα κτήματά τους καθαρά και συνεπώς ακίνδυνα για φωτιά. Τους οινοποιούς μας, των οποίων τα λάθη και τις αδυναμίες πρώτος ψέγω, θα πρέπει να τους στηρίξουμε παντί τρόπω, για όλους τους λόγους που παρέθεσα πιο πάνω μα και για πολλούς ακόμη, ευνόητους και μη. Εύχομαι, πάνω απ’ όλα, αυτό το καλοκαίρι, που προμηνύεται δύσκολο, να αφήσει αλώβητο το αμπελουργικό δυναμικό της χώρας γιατί και μικρό είναι και πολύτιμο.
12/06/2024
|