Να δούμε μακριά…
Σήμερα, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το κυπριακό κρασί βρίσκεται σε καλύτερο σημείο σε σχέση με το παρελθόν. Έχει βελτιωθεί ποιοτικώς, έχει κατακτήσει μια πιο εδραία θέση στη συνείδηση του Κύπριου, και όχι μόνο, καταναλωτή, έχει διαμορφώσει τέλος πάντων μια πιο ωραία εικόνα. Όπως έχω και σε παλαιότερα σημειώματα τονίσει, η πρόοδος αυτή είναι περισσότερο ψηλαφητή στα λευκά και τα ροζέ κρασιά της χώρας και λιγότερο στα κόκκινα. Τα Ξυνιστέρια έχουν όντως παρουσιάσει μια θεαματική πρόοδο, ενώ τα ροζέ είναι πια σε θέση να συγκριθούν με τα ομόχρωμα του εξωτερικού. Στα ερυθρά κρασιά, εντούτοις, το πρόβλημα ποιότητας παραμένει, καθώς ελάχιστα πραγματικά αξίζουν τόσο την προσοχή όσο και τα λεφτά μας.
Με ρωτούν συχνά-πυκνά να ονοματίσω πέντε-δέκα καλά τοπικά κόκκινα των πέντε ευρώ και, παρότι γνωρίζω την αγορά αρκετά καλά, αδυνατώ να προσκομίσω μια άμεση και σίγουρη απάντηση. Ελάχιστα παραμένουν, δυστυχώς, τα λογικής τιμολόγησης κόκκινα της νήσου, που να είναι ποιοτικώς αξιόλογα και την ίδια ώρα σταθερά ανάμεσα στις εσοδείες. Τη μια χρονιά φτιάχνει ο ένας κάποιο καλό κόκκινο, την άλλη φτιάχνει ένα μέτριο πράγμα και την επόμενη ένα άλλο, διαφορετικό πάλι οίνο. Δεν υπάρχει συνέχεια και συνέπεια, μια και στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων τα σταφύλια αγοράζονται από τρίτους. Υπάρχουν παραγωγοί, οι πλείστοι θα έλεγα, που δεν διαθέτουν ιδιόκτητο αμπελώνα ούτε για το ένα τρίτο ή το ένα τέταρτο της παραγωγής τους. Πώς είναι δυνατόν να έχουν σταθερότητα ανάμεσα στις εσοδείες;
Το πρόβλημα με τον αμπελώνα στην Κύπρο είναι τριπλό. Πρώτον και κυριότερο: ελάχιστοι φαίνεται να είναι οι παραγωγοί που έχουν πεισθεί ότι χωρίς ιδιόκτητο αμπελώνα δεν μπορούν να ελπίζουν σ’ ένα ευοίωνο οινικό αύριο. Με λίγα λόγια, την αναγκαιότητα του ιδιόκτητου αμπελώνα ολίγοι τη βλέπουν! Εντυπωσιακό, πράγματι, αλλά απολύτως αληθές! Δεύτερο: ακόμη και εκείνοι που έχουν πεισθεί, που είναι η μειοψηφία, ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να δημιουργήσουν τον δικό τους αμπελώνα, πελαγοδρομούν ανάμεσα σε τοπικές και ξενικές ποικιλίες, δρώντας άτσαλα, σπασμωδικά και, βεβαίως, κοντόφθαλμα. Το λέω αυτό μια και όσοι φυτεύουν σήμερα αμπέλια δοκιμάζουν την τύχη τους ανάμεσα στα πάντα! Βάζουν λίγο Cabernet, λίγο Syrah, λίγο Sauvignon Blanc, βάζουν και λίγο Μαραθεύτικο και Ξυνιστέρι και ο Θεός βοηθός. Βλέπει λοιπόν κανείς ότι η πεποίθηση για το τι θα φυτευθεί δεν είναι εδραία, αλλά μάλλον «εμπορικής» υφής. Η επιλογή των κρασοστάφυλων που θα μορφώσουν τον αμπελώνα επάνω στον οποίο θα στηριχθεί το αύριο μιας οινοποιίας δεν είναι αποτέλεσμα ακλόνητης θέσης, ισχυρής άποψης, αληθινού βιώματος, αμετακίνητης εμμονής. Είναι λίγο απ’ όλα, μεσοβέζικο πράγμα, κάτι του τύπου: «βάλε να ’χουμε». Βεβαίως, η τρίτη διάσταση του προβλήματος είναι εξίσου σοβαρή και δεν είναι άλλη από την παντελή έλλειψη σοβαρής αμπελουργικής έρευνας από σοβαρούς ανθρώπους. Και να θέλει ο χι οινοποιός να φυτεύσει Ξυνιστέρι, ποιον κλώνο να προτιμήσει, από ποιο φυτώριο να τον πάρει, με ποια πυκνότητα να τον φυτέψει; Όλα αυτά είναι προβλήματα αμπελουργικής υποδομής, που αναδεικνύουν την προχειρότητα που μας διακρίνει, αλλά και τον ερασιτεχνισμό με τον οποίο μάθαμε να πορευόμαστε σε όλους ανεξαίρετα τους τομείς. Είναι αδήριτη η ανάγκη να κοιτάξουμε πέρα από τις ανοξείδωτες δεξαμενές, τους αναδευτήρες, τα υπερσύγχρονα πιεστήρια και όλα τα επιδερμικά της οινοποιίας και να στραφούμε προς τη μόνο οδό που θα μας εξασφαλίσει μια διαρκή πορεία προς την ποιότητα, που δεν είναι άλλη από την έρευνα σε επίπεδο αμπελώνα. Είναι ανάγκη από την οποία δεν μπορούμε να αποδράσουμε η προσήλωσή μας σε μια μακρόπνοη, στέρεα και εμπνευσμένη αμπελουργική πολιτική, μοναδική παράμετρος της οποίας θα είναι η κατά αποκλειστικότητα και διά νόμου φύτευση γηγενών και μόνο ποικιλιών, με μοναδική ίσως εξαίρεση τη συμπερίληψη και ελλαδικών κρασοστάφυλων.
Ακούγεται υπερβολικό, ενδεχομένως ετσιθελικό και ακραίο, να εισηγείται κανείς τη διά νόμου επιβολή των γηγενών και μόνο ποικιλιών, δεν βλέπω όμως άλλη οδό. Ειλικρινά πιστεύω πως η εμμονή μας με τις ξενικές ποικιλίες θα μας κάνει ένα πρωί να ξυπνήσουμε και να συνειδητοποιήσουμε, όπως έγινε και με τις τράπεζες, ότι δεν έχουμε τίποτα! Ούτε αμπελουργικό απόθεμα, ούτε πωλήσεις, ούτε και καταναλωτές διατεθειμένους να μας προτιμήσουν. Η πτώση των διεθνών ποικιλιών στη νήσο θα είναι έντονη, αναπόφευκτη και θα επέλθει διά αισθητού πάταγου.
Προ ημερών δοκίμασα και πάλι τα κρασιά ενός Ελλαδίτη οινοποιού από τη Νάουσα. Το όνομά του Απόστολος Θυμιόπουλος. Πάει, οφείλω να ομολογήσω, καιρός να αντικρίσω με τόσο σέβας έναν οινοποιό από τη Μητρόπολη. Ο άνθρωπος αυτός, για τον οποίο θα μιλήσω εκτενέστερα σε επόμενο σημείωμα, παράγει πέντε κρασιά. Ένα λευκό από τη γηγενή Μαλαγουζιά, ένα ροζέ από Ξινόμαυρο και άλλα τρία ερυθρά από την ίδια ποικιλία. Ένα εξαιρετικό, ολόφρεσκο και ζωηρό ερυθρό (παρουσιάζεται παραπλεύρως) από τα νεαρότερα κλήματα του αμπελώνα, ένα χωρίς καθόλου προσθήκη θειώδους ανυδρίτη και το κορυφαίο όλων, το Γη και Ουρανός, που οινοποιείται από το καλύτερο τεμάχιο και τα παλαιότερα κλήματα του αμπελώνα. Αυτός ο άνθρωπος εξάγει το 98%, παρακαλώ, της ετήσιας παραγωγής του σε δελεαστικές τιμές σε όλο τον κόσμο. Έχει φανατικούς φίλους, συνήθως βαθιούς γνώστες του οίνου, και τυγχάνει του σεβασμού πολλών οινογράφων και οινοχόων. Γιατί άραγε;
21/04/2013
|