Όλα καλά, όλα ανθηρά!
Την περασμένη Κυριακή καταπιαστήκαμε με το θέμα της αξιολόγησης των οίνων, εξ αφορμής ενός ηλεκτρονικού μηνύματος που είχα λάβει από αναγνώστη της στήλης, το οποίο, ως είπαμε, ήταν γραμμένο σε μία κάποια «ελληνική». Ο εν λόγω αναγνώστης μού είχε ζητήσει να παραθέσω τα κριτήρια με βάση τα οποία έδωσα 82 σε κάποιο γαλλικό κόκκινο, τη στιγμή που ο αμερικανός και ανά το παγκόσμιο διάσημος Robert Parker έχει αποδώσει στο εν λόγω κρασί το σαφώς πιο κολακευτικό 89.
Δεν προτίθεμαι, ασφαλώς, να επανέλθω στην ουσία του θέματος, το οποίο μας απασχόλησε στο προηγούμενο σημείωμα, επιθυμώ όμως να επεκταθώ εις το μεδούλι του ζητήματος, που δεν είναι άλλο από την αξιολόγηση αυτή καθαυτήν, όπως τουλάχιστον εξασκείται εις την ωραία Κύπρο. Η έννοια λοιπόν «αξιολόγηση» φαίνεται πως στη νήσο μας δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί επαρκώς, καθώς φαίνεται ότι πολλοί συμπολίτες μας και, ακόμη χειρότερα, αρκετοί δημοσιογράφοι τη συγχύζουν με την έννοια «διαφήμιση». Είναι νομίζω διάχυτη η αντίληψη μεταξύ των οινεμπόρων και οινοποιών της χώρας, και όχι μόνο, ότι για να ασχοληθεί κανείς δημοσίως με το κρασί που εμπορεύονται ή παράγουν θα πρέπει πρόθεσή του να είναι μία: να το διαφημίσει! Λίγο ή πολύ, δεν έχει σημασία, αρκεί να ομιλήσει θετικά περί της ποιότητας, της σπουδαιότητας και της καλής τιμής που το διακρίνει. Βεβαίως, μία μικρή επέκταση της θετικής αξιολόγησης του προϊόντος, η οποία θα καλύπτει και τον άνθρωπο που το φτιάχνει ή το πωλεί, είναι πέρα για πέρα καλοδεχούμενη.
Το βλέπω καθημερινά. Τη στιγμή που κάποιος οινοποιός ή κάποιος οινέμπορος σού παραδίδει τα κρασιά του για να τα δοκιμάσεις, βλέπεις, αισθάνεσαι πως δεν είναι νοητό γι’ αυτόν ότι δεν θα γράψεις κάτι το θετικό. Η σιγουριά στο βλέμμα, η αναιτιολόγητη αυτοπεποίθηση, η υπεροψία, η εγωπάθεια και η στενοκεφαλιά είναι, δυστυχώς, τα χαρακτηριστικά προσώπων που απαντάς πολύ συχνότερα σε σχέση με άλλα, λιγότερο διαδεδομένα, όπως η ταπεινοφροσύνη, οι χαμηλοί τόνοι, η ευγένεια, η ευρυμάθεια και η ευρύνοια. Δυστυχώς, οι πλείστοι άνθρωποι του χώρου δεν έχουν ακόμη καταφέρει να χαράξουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην κριτική και τη διαφήμιση. Αναμένουν επαίνους, λόγια ωραία και παχιά, επίθετα διακοσμητικά. Η θέα και μόνο της καλοπροαίρετης, υποκειμενικής σε κάθε περίπτωση, αλλά αρνητικής κριτικής τούς απωθεί, συχνά τους εκνευρίζει και τους υποκινεί σε έρευνες για τα πιθανά σκοτεινά συμφέροντα και τις ενδεχόμενες προσωπικές εμπάθειες που μπορεί να υποκρύπτει. Έτσι, κάθε μη θετική κρίση, κάθε κρίση που δεν λιβανίζει, αλλά επιχειρεί να εγερθεί έντιμη και αντικειμενική απέναντι στον αναγνώστη, ξεσηκώνει θύελλα διαμαρτυριών και αντιδράσεων.
Δεν είναι φαινόμενο μόνο του κρασιού. Πάρτε κάποιο από τα έντυπα της νήσου, τα οποία ασχολούνται με την κουζίνα, λόγου χάρη. Διαβάστε τις «κριτικές» των εστιατορίων. Είμαι βέβαιος πως σε πολλά από τα μαγαζιά που «κρίνονται» έχετε φάει, ενδεχομένως περισσότερες από μία φορές, γεγονός που σας καθιστά κριτές της κριτικής. Όλα καλά, όλα ανθηρά! Τι ωραίο το ντεκόρ, μινιμάλ, contemporary, artistic… Και οι καρέκλες από το χέρι του Philippe Stark, τα τραπέζια μασίφ, οι πολυέλαιοι επιβλητικοί κτλ. Διαβάζεις κριτική για εστιατόριο και οι μισές κουβέντες αφορούν το ντεκόρ και κάμποσες άσχετες πάρλες περί αέρος και άλλων άυλων τινών. Και τα φαγητά όμως. Όλα φρέσκα, λαχταριστά, ευφάνταστα κτλ., κτλ. Διαβάσατε ποτέ κάποια αληθινή κριτική σε κάποιο από τα πάμπολλα έντυπα της χώρας; Διαβάσατε ποτέ κάποια κριτική που να λέει πως το φαγητό σε αυτό το εστιατόριο είναι κατά τη γνώμη μας χάλια; Και μη μου πείτε πως δεν υπάρχουν μαγαζιά με κακό φαγητό. Είναι γεμάτος ο τόπος! Τα 8 στα 10 χάλια είναι. Και όμως οι λεγόμενοι κριτικοί πάνε, τρώνε και γράφουν τι ωραία που ήτανε!
Θα μου πείτε και ποιος φταίει, οι δημοσιογράφοι ή τα έντυπα που δεν τους αφήνουν να γράψουν την αλήθεια; Φταίνε και οι δυο. Οι πρώτοι γιατί θα μπορούσαν, στο μέτρο που τους γίνεται επιτρεπτό, να είναι περισσότερο αντικειμενικοί στην κρίση τους ή, τουλάχιστον, λιγότερο διθυραμβικοί. Αν όμως θέλεις να είσαι δημοσιογράφος και να τα έχεις καλά με όλους, να είσαι ρηχό φιλαράκι με κάθε μαγαζάτορα, τότε δουλειά δεν γίνεται. Πάνω απ’ όλους όμως φταίνε τα ίδια τα έντυπα που, τα πλείστα τουλάχιστον, ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν για την ποιότητα του λόγου που εκφέρουν, παρά μόνο για το μερτικό που θα εξασφαλίσουν από τη διαφημιστική πίτα, καταντώντας έτσι υποχείρια των διαφημιστικών αντί υπηρέτες του αναγνώστη.
15/01/2012
|