Νεμέα για τους τύπους
Για το θέμα έχω ξαναγράψει, επανέρχομαι εντούτοις, καθώς θεωρώ πως είναι το σημαντικότερο που έχει να κάνει με τον εν Ελλάδι αμπελοοινικό χώρο. Προ ημερών άνοιξα μία «επιλεγμένη» Νεμέα που κάποιος φίλος καβίστας μού έστειλε για να δοκιμάσω. Δεν δημοσιεύω το όνομά της, όχι για κάποιον ιδιαίτερο λόγο, αλλά γιατί δεν επιθυμώ να θεωρηθούν τα όσα θα επισημάνω ως κριτική απέναντι σε ένα και μόνο προϊόν, αφού το θέμα είναι ευρύτερο και εκτείνεται σε όλο το φάσμα των παραγόμενων στη Νεμέα, και όχι μόνο, οίνων.
Ήταν ένα κρασί που έφερε επί της κύριας ετικέτας του ένα γενικό όνομα, που δεν κατάλαβα ακριβώς τι σημαίνει. Λίγο πιο κάτω είχε τυπωμένο ένα άλλο όνομα, που παρέπεμπε μάλλον σε μάρκα, την οποία ο ίδιος ο παραγωγός φαίνεται να είχε επινοήσει. Πιο κάτω η ένδειξη Reserve και το όνομα του παραγωγού. Πίσω, στη μικρή ετικέτα, αναγραφόταν με σαφώς μικρότερους χαρακτήρες η ένδειξη «Νεμέα» και μαζί κάμποσες άλλες γενικολογίες. Αυτή η Νεμέα ήταν η «επιλεγμένη» του παραγωγού, ένα ακριβό κόκκινο, βαθιάς, όπως ο οινοποιός ισχυριζόταν, παλαίωσης. Η ετικέτα, όμως, του κρασιού με απώθησε, ακριβώς γιατί προτού καν δοκιμάσω το περιεχόμενο της φιάλης ένιωσα πως έχω να κάνω με έναν παραγωγό που καμία βιωματική σχέση με το τοπωνύμιο «Νεμέα» δεν είχε.
Με ενόχλησε η πρόταξη της μάρκας και του ονόματος του παραγωγού, με λύπησε η απώθηση της γεωγραφικής ένδειξης «Νεμέα» στην οπίσθια ετικέτα, γενικώς, προβληματίστηκα προτού, όπως ήδη είπα, μυρίσω ή γευτώ το κρασί. Επειδή, όμως, δραστηριοποιούμαι στον χώρο της οινογραφίας και της οινοκριτικής, έμαθα να παραμερίζω τα συναισθήματά μου (στο μέτρο που μου το επιτρέπει η ανθρώπινη φύση μου) όταν έρχεται η στιγμή να αξιολογήσω κάποιο κρασί, έστω κι αν η ετικέτα, το όνομα ή η φάτσα του οινοποιού δεν μου αρέσουν. Έβαλα λοιπόν στην άκρη τις όποιες ενστάσεις μου για τη φιλοσοφία της ετικέτας και δοκίμασα τον εν λόγω οίνο. Έλα, όμως, που αρωματικά και γευστικά το κρασί είχε το ίδιο ακριβώς πρόβλημα με την ετικέτα του! Όσο τυπική και δηλωτική της αυθεντικότητας και του οικοσυστήματος της Νεμέας ήταν η ετικέτα, άλλο τόσο τυπική και δηλωτική του τερουάρ ήταν η γεύση και ο αρωματικός χαρακτήρας του κρασιού. Ένα κόκκινο πατωμένο στο βαρέλι, το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε βαθμό υπερβολικό, καλύπτοντας κάθε πρωτογενές άρωμα και κάθε ίχνος φρούτου. Τα κεράσια και τα ζουμερά μούρα του Αγιωργίτικου, του γηγενούς κρασοστάφυλου από το οποίο οινοποιούνται όλες οι Νεμέες, ήταν απλώς απόντα, παραχωρώντας τη θέση τους σ’ ένα έντονα καβουρδισμένο βαρέλι, που έκανε το κρασί να μυρίζει καπνισμένο ξύλο. Η πληθωρική αλκοόλη (14,5%) έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα, δεδομένης και της έλλειψης του φρούτου. Οι τανίνες στεγνές, απότοκο της υπερβολικής εκχύλισης, η επίγευση πικρή και «ξύλινη».
Αυτό που μου είχε πει κάποτε ένας φίλος εξ Ελλάδος, ότι, δηλαδή, για να φτιάξεις κακό κρασί από Αγιωργίτικο θα πρέπει να προσπαθήσεις πολύ, το έβλεπα ανάγλυφο μπροστά μου. Είχα να κάνω με μια απελπιστικά κακή Νεμέα, που έπεσε θύμα της αντίληψης που ο ίδιος ο παραγωγός της είχε για το πώς πρέπει να καλλιεργείται και να οινοποιείται ένα Αγιωργίτικο. Το να προσπαθείς να φτιάξεις μία Νεμέα, έχοντας στο μυαλό σου ένα βαρέων βαρών Shiraz της Αυστραλίας ή ένα από αυτά τα Super Tuscan, είναι σαν να προσπαθείς να φτιάξεις στο Chambolle-Musigny ένα Grange. Η Νεμέα δεν είναι τίποτα από όλα αυτά, είναι απλώς Νεμέα! Που σημαίνει πως είναι μία γεωγραφικά οριοθετημένη αμπελουργική ζώνη, με συγκεκριμένα εδαφικά δεδομένα, συγκεκριμένο κλίμα και συγκεκριμένη, γηγενή ποικιλία οιναμπέλου, και μάλιστα πολυδύναμη και αξιοσέβαστη. Αυτά τα χαρακτηριστικά θα πρέπει να φροντίζει ο παραγωγός να εμφιαλώνει και με αυτά τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά θα πρέπει να πορεύεται απαιτητικός και περήφανος στις αγορές του κόσμου. Και αυτά τα χαρίσματα, αυτή την τυπικότητα και μοναδική ανά την οικουμένη ιδιοσυγκρασία θα πρέπει να αναδεικνύει και να διαφημίζει και στις ετικέτες του, και όχι τις φαινομενικά έξυπνες μα τόσο πρόσκαιρες μάρκες.
Όταν όμως μετά από τόσα χρόνια οινικής άνοιξης δεν έχουμε καταφέρει να αποκτήσουμε αυτή τη βιωματική σχέση με την ίδια τη γη μας, με τα ίδια τα σταφύλια και τα κρασιά μας, όταν δεν έχουμε καταφέρει να πιστέψουμε στην τυπικότητα, άρα στο μοναδικό και ανεπανάληπτο των οινοποιήσεών μας, πόσες ελπίδες έχουμε να πάμε πιο πέρα; Το μεγαλύτερο αστείο, δε, είναι οι τιμές αυτών των «σούπερ Νεμέων». Από είκοσι μέχρι ογδόντα και βάλε ευρώ! Και ύστερα θέλουμε να μας παίρνουν στα σοβαρά…
18/03/2012
|