Νεγκόσκα για όσκαρ
Νεγκούς λένε τη Νάουσα στα σλάβικα, εξού και το όνομα Νεγκόσκα, μια και η ποικιλία κατάγεται από τη Νάουσα, αν και επίσημη εκδοχή για την προέλευση του ονόματος της ποικιλίας δεν υπάρχει. Η Νεγκόσκα ή Ποπόλκα Ναούσης ή Νεγκόσκα Ποπόλκα είναι μία γηγενής, ερυθρά ποικιλία του ευρύτερου μακεδονικού χώρου, με καταγωγή τη Νάουσα. Παρά την καταγωγή της, η ποικιλία σταδιοδρομεί πια στη Γουμένισσα, μια μικρή κωμόπολη της επαρχίας Παιονίας του Νομού Κιλκίς στην Κεντρική Μακεδονία, 70 περίπου χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί, στη Γουμένισσα, παράγεται ο ομώνυμος οίνος Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης από το 1979, στη σύνθεση του οποίου συμμετέχει, εκτός από τη Νεγκόσκα, και η γνωστή γηγενής ποικιλία Ξινόμαυρο. Η λογική της ποικιλιακής αυτής σύνθεσης, που ο νομοθέτης όρισε για τους οίνους που φέρουν το τοπωνύμιο Γουμένισσα, είναι η εξής: το πιο τανικό, αρρενωπό, ανοιχτόχρωμο και όξινο Ξινόμαυρο μαλακώνει και στρογγυλεύει από την παρουσία της χρωματικά πλουσιότερης, αρωματικά πιο φρουτώδους και γευστικά ηπιότερης και πιο βελούδινης Νεγκόσκας. Το αποτέλεσμα εύληπτο στο ποτήρι: βαθύχρωμα κρασιά με πυκνή, βαθιά και σύνθετη μύτη, γευστικά γεμάτα και ισορροπημένα, γενικώς, δεκτικά πολυετούς παλαίωσης στη φιάλη.
Υπάρχουν αναφορές ότι οι αμπελώνες της Γουμένισσας ήταν το 1900 γύρω στις 11000 στρέμματα, για να συρρικνωθούν πριν από μία περίπου εικοσαετία στα 700 στρέμματα και να αυξηθούν σήμερα σχεδόν στις 3000. Οι αριθμοί, βεβαίως, είναι ενδεικτικοί, καθώς μεταβάλλονται διαρκώς με νέες φυτεύσεις, αφού είναι πλέον, ευτυχώς, της μόδας η φύτευση γηγενών ποικιλιών, μια και ελπίζω να έχουμε αφήσει οριστικώς πίσω μας αυτή την ανεξήγητη τάση καλλιέργειας ξενικών κρασοστάφυλων.
Σήμερα, στη Γουμένισσα δραστηριοποιούνται πέντε συνολικά παραγωγοί. Η γνωστή οινοποιία Μπουτάρης, που εδώ και πολλά χρόνια παράγει τη βιολογικής καλλιέργειας Γουμένισσα, ονόματι Κτήμα Φιλυριά (50% Ξινόμαυρο, 50% Νεγκόσκα), από τον ιδιόκτητο αμπελώνα της μεγάλης και ιστορικής αυτής οινοποιίας. Ωραία Γουμένισσα (70% Ξινόμαυρο, 30% Νεγκόσκα) παράγει, βεβαίως, και το Κτήμα Χατζηβαρύτη. Πλούσια, δεκτική μακράς παλαίωσης, με μια από τις πλέον καλόγουστες, κατά την άποψή μου, ετικέτες ελληνικού κρασιού. Πολύπλοκα, παραδοσιακά ως προς το στιλ, συμπυκνωμένα και ατρόμητα στη σχέση τους με τον χρόνο είναι και τα κόκκινα του τρίτου της παρέας, του Κτήματος Αϊδαρίνη. Η «απλή» Γουμένισσα (70% Ξινόμαυρο, 30% Νεγκόσκα) με τη χαρακτηριστική υποκίτρινη ετικέτα είναι ένα σοβαρό κόκκινο, ιδιοσυγκρασιακό και πλούσιο, με καλή σχέση ποιότητας-τιμής. Εξαιρετικότατη είναι η Γουμένισσα Αϊδαρίνη Single Vineyard (70% Ξινόμαυρο, 30% Νεγκόσκα), που παράγεται από τον πρώτο γραμμικό αμπελώνα της οικογένειας, που φυτεύτηκε το 1978, κι ο οποίος έχει εξαιρετικά χαμηλή απόδοση της τάξης των 600 κιλών ανά στρέμμα. Η ετήσια παραγωγή του κρασιού δεν ξεπερνάει τις 7000 φιάλες. Προσφάτως, είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω τρεις φορές την απλή Γουμένισσα του Αϊδαρίνη και δύο τη Single Vineyard και οφείλω να πω ότι πολύ εντυπωσιάστηκα, τόσο από την εν γένει ποιότητα των κρασιών όσο και από την αντοχή που δείχνουν να έχουν στον χρόνο, η οποία αγγίζει και ίσως ξεπερνάει τα όρια της εικοσαετίας. Ένας ακόμη πολύ σημαντικός παραγωγός της περιοχής είναι, βεβαίως, ο Τάτσης και το ομώνυμο κτήμα, όπου παράγεται άλλη μία εξαιρετική Γουμένισσα, την οποία και θα παρουσιάσω σύντομα σε κάποιο από τα επικείμενα σημειώματά μας. Μίλησα για τον Τάτση, αλλά είναι οι Τάτσηδες, για την ακρίβεια, καθώς το οινοποιείο διευθύνουν τα δύο αδέλφια Περικλής και Στέργιος. Η οικογένεια Τάτση ασχολείται με το αμπέλι και το κρασί εδώ και πολλές δεκαετίες, γενεές ολόκληρες. Με καταγωγή από την αμπελουργική περιοχή του Άνω Βοδενού της ανατολικής Ρωμυλίας, οι παππούδες της οικογένειας έφτασαν πρόσφυγες στη Γουμένισσα το 1924. Σήμερα, ο Περικλής και ο Στέργιος φροντίζουν τους αμπελώνες τους βασισμένοι στις αρχές της βιοδυναμικής καλλιέργειας, την οποία από τους πρώτους στην Ελλάδα πίστεψαν και εφάρμοσαν. Την ώρα που γράφω τούτες τις γραμμές έχω πλάι μου ένα ποτήρι από τη μονοποικιλιακή Νεγκόσκα τους, μία από τις ελάχιστες που οινοποιούνται στην Ελλάδα. Την παρουσιάζω παραπλεύρως στη στήλη «Προτάσεις». Την πεντάδα των παραγωγών της Γουμένισσας συμπληρώνει ο Τίτος Ευτυχίδης, τα κρασιά του οποίου ουδέποτε συνάντησα μπροστά μου και ουδέποτε είχα τη χαρά να δοκιμάσω. Κάποια στιγμή κάπου ίσως θα ανταμώσουμε με τη Γουμένισσα του Ευτυχίδη και θα σας μεταφέρω τις εντυπώσεις μου, καθώς η εν λόγω αμπελοοινική ζώνη της Ελλάδος είναι μία από αυτές που με ενδιαφέρουν περισσότερο.
Όσοι επιθυμούν να δοκιμάσουν μια καλή Γουμένισσα ή μια μονοποικιλιακή Νεγκόσκα, θα συναντήσουν στο νησί αυτές των οινοποιείων Μπουτάρη, Χατζηβαρύτη και Τάτση. Είναι και οι τρεις σχετικά σπάνια κρασιά, μετά βεβαιότητας αξιόλογα και αποδεδειγμένα ικανά βαθιάς παλαίωσης. Και αποτελούν μία θαυμάσια ευκαιρία να ξαναγαπήσουμε το ξεχωριστό, το διαφορετικό κόκκινο κρασί, είναι μια ευκαιρία να εξερευνήσουμε μία ακόμη πτυχή ενός πολυδιάστατου και πολυσήμαντου αμπελώνα, του ελληνικού αμπελώνα.
18/03/2018
|