Ένα Ξυνιστέρι δεν φέρνει την άνοιξη
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι το Ξυνιστέρι είναι η πιο αξιόπιστη γηγενής ποικιλία οιναμπέλου, που καλλιεργείται στην Κύπρο. Αξιόπιστη γιατί, πρώτα και πάνω απ’ όλα, δίδει πολύ καλής έως εξαιρετικής ποιότητας λευκό κρασί, έστω κι αν το σύνολο των δυνατοτήτων της δεν μας έχει ακόμη φανερωθεί. Αξιόπιστη, επίσης, γιατί δεν αποτελεί μία ποικιλία που αναπτύσσεται σποραδικά στο νησί, αλλά που καλύπτει μεγάλο μέρος των συνολικών φυτεύσεων, γεγονός που της προσφέρει τη δυνατότητα παραγωγής μιας κρίσιμης μάζας οίνων, ικανής να καλύψει το σύνολο των τοπικών αναγκών, αλλά και μεγάλο μέρος των όποιων εξαγωγών. Είναι, με λίγα λόγια, το Ξυνιστέρι η τοπική εκείνη ποικιλία που μπορεί να σηκώσει στις πλάτες της το κυπριακό κρασί και να το ταξιδέψει στα πέρατα της οικουμένης, όσο καμία άλλη αυτόχθονος ποικιλία της χώρας.
Ίσως κάποιοι θεωρήσουν ότι με τα γραφόμενά μου αδικώ το Μαραθεύτικο, για το οποίο ουκ ολίγες διθυραμβικές κριτικές έχουν γραφτεί από ανθρώπους της οινικής επικοινωνίας και της οινοπαραγωγής. Δεν είναι πρόθεσή μου να αδικήσω μία ποικιλία που ουσιαστικώς δεν υπάρχει, παρά μόνο λειτουργεί ως κομπάρσος, ζωτικής σημασίας έστω κομπάρσος, στο έργο που καλείται «κυπριακό κρασί». Το Μαραθεύτικο είναι καλό, είναι βαθύχρωμο όταν θέλει, είναι αρωματικό και γεμάτο ρόδα, όταν θέλει, είναι εύσωμο και μαλακό, όταν θέλει, κτλ. Λέω «όταν θέλει», γιατί συνήθως δεν θέλει και παρουσιάζει ανθόρροια και δεν κατορθώνει να αποδώσει σταφυλικό φορτίο ικανό να υποστηρίξει μία βιώσιμη αμπελουργική εκμετάλλευση. Εάν δεν επιλυθεί το αμπελουργικό πρόβλημα του Μαραθεύτικου, δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι δυνατό κάποια στιγμή αυτό το σταφύλι να προβάλει ως η ραχοκοκαλιά της κυπριακής οινοπαραγωγής.
Επιστρέφω στο Ξυνιστέρι, το οποίο σήμερα είναι και το θέμα μας. Ξυνιστέρια καλά υπάρχουν σήμερα πια αρκετά. Αναφέρω στα γρήγορα όσα εύκολα μου έρχονται στο μυαλό, σε μια τυχαία σειρά: Το Περσεφόνη του Κολιού, το Έζουσα, ο Πετρίτης, αυτό του Τσιάκκα, το Εκφράσεις Βασιλειάδη, το Βασιλικό, το Αγιόκλημα, του Μακκά, της ΚΕΟ, του Ζαμπάρτα, του Τσαγγαρίδη και άλλα. Όλα αυτά τα Ξυνιστέρια, με εξαίρεση τον Πετρίτη, οινοποιούνται λίγο-πολύ με την ίδια περίπου φιλοσοφία. Ζυμώνονται σε ανοξείδωτες δεξαμενές, σε χαμηλές θερμοκρασίες γύρω στους 16-18 βαθμούς Κελσίου, ωριμάζουν για λίγους μήνες σε αυτές και εμφιαλώνονται φρέσκα, με σκοπό να καταναλωθούν όσο είναι δροσερά και σφριγηλά, δώδεκα το πολύ μήνες μετά την απελευθέρωσή τους στην αγορά. Κάθε ένα από αυτά λέει, όμως, τη δική του ιστορία. Κάθε ένα από αυτά διατηρεί τη δική του παρουσία, το δικό του ένδυμα. Άλλη φιάλη ο Πετρίτης, άχρωμη, άλλη το Βασιλικό, πιο σκούρα και πλατιά, άλλη ο Κολιός, πιο ψηλή και βαθύχρωμη, άλλη ο Τσαγγαρίδης κτλ. Πέντε-δέκα όλα κι όλα οινοποιεία, με μια λιλιπούτεια στο σύνολό της παραγωγή, εάν τη συγκρίνουμε με το τι παράγουν αντίστοιχες οινοποιητικές μονάδες στο εξωτερικό, κι όμως καταφέρνουν όλα να έχουν μία διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων.
Εν τω μεταξύ, οι χιλιάδες παραγωγοί στη Βουργουνδία, για να αναφέρω ένα από τα πολλά παραδείγματα που μπορώ να επιστρατεύσω, έχουν συμφωνήσει εδώ και πολλές δεκαετίες σε έναν τύπο φιάλης για τα κρασιά της περιοχής. Εκείνη τη γνωστή φιάλη, με την πιο πλατιά, σε σχέση με του Μπορντό, βάση και τους πιο διακριτικούς ώμους, που σβήνουν όσο ανεβαίνουν προς τον λαιμό του μπουκαλιού.
Εμείς, που είμαστε αμελητέοι, για να μην πω ανύπαρκτοι, ως μέγεθος απέναντι στο μέγεθος που λέγεται Βουργουνδία δεν μπορούμε να καθίσουμε κάτω και να σκεφθούμε ώρες και μέρες πολλές για το ποια φιάλη θα εξυπηρετούσε καλύτερα τις ανάγκες και τα συμφέροντα του Ξυνιστεριού μας και με αυτήν να πορευθούμε όλοι; Για να αποκτήσει το ισχνό μας εκτόπισμα μια τόση δα μορφή στο διεθνές οινικό στερέωμα, για να προσλάβει μέγεθος η παρουσία μας, έστω ένα μέγεθος μικρό, μικρότατο, αλλά ορατό στα μάτια του ανήσυχου οινόφιλου της αλλοδαπής. Να αφήσουμε πίσω μας ίχνος, για να μας μυρίσουν τα πιο ευαίσθητα λαγωνικά της παγκόσμιας οινικής κοινότητας. Γνωρίζω όμως καλά την εν γένει νοοτροπία μας και ξέρω εκ των προτέρων ότι αιθεροβατώ, καθώς δεν αναμένω από τους οινοποιούς μας να αποκτήσουν κουλτούρα του συλλογικού ούτε σε τριάντα χρόνια.
Όπως δεν αναμένω από τους πολιτικούς μας, σε περίπτωση που η Τουρκία μάς ζητήσει να της ορίσουμε μια λύση για να τη δεχθεί, να καταφέρουν να βρουν, όσα χρόνια και καιροί κι αν περάσουν, έναν κοινό τόπο, μια κοινή συνισταμένη για να τη διατυπώσουν στον εχθρό! Πριν από λίγο καιρό, ένας καλός αναγνώστης της στήλης με είχε ρωτήσει εάν σκοπεύω να πολιτευθώ. Τον ρώτησα γιατί μου κάνει αυτή την ερώτηση, για να μου απαντήσει ότι προβαίνω συχνά-πυκνά σε κάποια πολιτικής ή οικονομικής υφής σχόλια μέσω της στήλης μου. Η απάντησή μου έχει δύο σκέλη. Πρώτον, η στήλη αυτή δεν είναι αμιγώς οινική, αφού κανένας τομέας της ζωής δεν μπορεί να είναι ξεκομμένος από το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι, γιατί αλλιώς καταντάει μυωπικός. Και, δεύτερον, δεν έχω ποτέ μου σκεφθεί να αναμιχθώ στην πολιτική, διότι θεωρώ πως μου έχουν απομείνει κάποια ελάχιστα ψήγματα σοβαρότητος, τα οποία δεν επιθυμώ να διασκορπίσω.
26/03/2017
|