Είναι το Μαύρο πολυδύναμο;
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες καταπιαστήκαμε με ένα θέμα απολύτως ντεμοντέ, το Μαύρο ντόπιο. Τη γηγενή μας, ερυθρή ποικιλία οιναμπέλου, που εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες έχει περιέλθει στην αφάνεια και σε πλήρη αχρησία, καθώς σύσσωμη η αμπελουργική και οινοποιητική κοινότητα της νήσου την έχει απορρίψει, χαρακτηρίζοντάς την ως μάλλον επιτραπέζια, ποικιλία με μεγάλη ράγα και φτωχή φλούδα, αδύναμη σε χρώμα, άρωμα και σώμα. Με κίνδυνο να χλευασθούμε από όλους αυτούς τους κατήγορους του Μαύρου, εκθέσαμε ως στήλη την αντίθεσή μας σε αυτή την οριστική, ως φαίνεται, κατάληξη, που θέτει το Μαύρο υπό διωγμόν, υποψήφιο εκρίζωσης, βορά στην έντονη επιθυμία για επικράτηση των ξενικής προέλευσης κρασοστάφυλων, βλέπε Cabernet, Merlot, Syrah, Chardonnay, Sauvignon Blanc και τα όμοια. Ως στήλη, δεν αμφισβητούμε απλώς, ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές, την κραταιά αντίληψη ότι το Μαύρο δεν είναι σε θέση να δώσει καλής ποιότητας κρασί, αλλά προχωράμε κι ένα βήμα παραπέρα υποστηρίζοντας ότι η γηγενής μας ποικιλία μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να δώσει ανώτερης ποιότητας κρασιά σε σχέση με αυτά που δίδουν οι ξενικές ποικιλίες. Το «ανώτερης ποιότητας κρασί», όμως, είναι μία έννοια που πρώτα θα πρέπει να εξετάσουμε, συμφωνώντας για το περιεχόμενό της, προτού αποφανθούμε εάν ο γράφων λέει αρλούμπες ή έχει ένα κάποιο δίκιο.
Πολύ φοβάμαι ότι, όταν οι πλείστοι, αν όχι όλοι, μιλάμε για «ανώτερης ποιότητας κόκκινο κρασί», εννοούμε κάποιον οίνο με βαθύ χρώμα, έντονα αρώματα και γεμάτο σώμα, για να το πω απλά και σύντομα. Ποιος είπε όμως ότι ένα καλό κρασί θα πρέπει να έχει πάντα βαθύ χρώμα ή παχιά γεύση; Ένα κρασί δεν μπορεί, δηλαδή, να είναι καλό εάν είναι μέτριο σε χρωματική πυκνότητα; Αν είναι έτσι, τότε τα Pinot Noir, τα Barolo και τα Ξινόμαυρα δεν είναι καλά κρασιά, γιατί διαθέτουν συνήθως πιο ανοιχτά χρώματα σε σχέση με τα Cabernet, Merlot και Syrah. Κι αν είναι το χρώμα καθοριστικός της ποιότητας παράγοντας, τότε το Alicante Bouschet (που έχει μόνο χρώμα και τίποτ’ άλλο) είναι ένα σπουδαίο σταφύλι; Να πάμε και στο σώμα, που όλοι γυρεύουν στο κρασί τους πια. Πριν όμως πάμε εκεί, να διευκρινίσουμε κάτι που είναι ζωτικότατης σημασίας για το οποιοδήποτε κρασί. Ότι, δηλαδή, ένα κρασί θα πρέπει να διαθέτει το στιλ εκείνο που θα του επιτρέπει να καταναλώνεται αρμονικά στο κλίμα της περιοχής στην οποία παράγεται. Συνεπώς, ένα κόκκινο, λόγου χάρη, που οινοποιείται στην Κύπρο για να καταναλωθεί εντός αυτής, θα πρέπει να είναι συμβατό με τις ευρύτερες κλιματικές συνθήκες της χώρας, αν, βεβαίως, μπορούμε να λογαριάζουμε την Κύπρο ως κανονική χώρα. Και, αφού, ως γνωστόν, η Κύπρος είναι ένα καμίνι σωστό για τον μισό περίπου χρόνο, από Μάη μέχρι Σεπτέμβρη τουλάχιστον, θα πρέπει τα κόκκινά μας να είναι φιλικά προς αυτό το καθόλου φιλικό κλίμα. Και να μην είναι γεμάτα και εύσωμα και τανικά και έντονα, γιατί ο άλλος που θα κληθεί να τα καταναλώσει κατακαλόκαιρα θα πάθει κόλπο ο άνθρωπος, θα ανάψει, πώς το λέμε! Είμαστε που είμαστε και λαός θερμοκέφαλος, αν πίνουμε κατά το θέρος αυτά τα βαρέων βαρών κόκκινα θα πάρουμε φωτιά μεγάλη και αεροπλάνα για κατάσβεση, ως ξέρετε, δεν έχουμε οι έρμοι!
Άρα, λοιπόν, η Κύπρος πρέπει να βασίσει την παραγωγή ερυθρών οίνων σε ένα διαφορετικό μοντέλο, το οποίο θα επιτρέπει την εύκολη και απολαυστική κατανάλωση κόκκινου κρασιού ολοχρονίς. Χρειαζόμαστε ως τόπος μερικές εκατοντάδες χιλιάδες φιάλες ελαφρού κόκκινου κρασιού ετησίως, για να τις πίνουμε δροσερές, κάπου ανάμεσα στους 13-14 βαθμούς Κελσίου. Χρειαζόμαστε κρασιά χωρίς πολλές τανίνες, μυρωδάτα, απλά σε αρωματικό και γευστικό στιλ, χωρίς πολλές δυνατότητες παλαίωσης, που να διαθέτουν, όμως, το απόλυτο ζητούμενο: χαρακτήρα! Δική τους κλάση, ξέχωρη ιδιοσυγκρασία, τοπικό στίγμα, βούλα κυπριακή! Αυτά τα κόκκινα χρειαζόμαστε και πιστεύω σε αυτά θα πρέπει να σταθούμε, χωρίς, βεβαίως, να απορρίπτω την ιδέα των πλούσιων και δεκτικών σε παλαίωση ερυθρών οίνων που πάντα θα έχουν μία θέση στην καρδιά μας.
Χρειαζόμαστε, όμως, και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες φιάλες ετησίως ροζέ κρασιού, για το καλοκαίρι και την εκλεκτή κυπριακή άνοιξη. Ροζέ, είτε με πιο θερμό τριανταφυλλί χρώμα, ωσάν αυτά που οινοποιούμε μέχρι σήμερα, είτε με ανοιχτό, πιο γκρι χρώμα, πανάλαφρα και εύκολα στην κατανάλωση.
Όλα αυτά που έχω παραθέσει πιο πάνω πιστεύω πως μία ποικιλία μπορεί να μας τα δώσει καλύτερα, το ντόπιο Μαύρο! Να μας τα δώσει, βεβαίως, υπό πολλές και σαφείς προϋποθέσεις, τις οποίες εξέθεσα στα σημειώματα των δύο προηγούμενων εβδομάδων. Που δεν είναι, ευσυνόπτως, άλλες από το μεγάλο υψόμετρο των αμπελώνων, την προχωρημένη ηλικία των πρέμνων, τον έλεγχο του σταφυλικού φορτίου, την κατάλληλη οινοποίηση κτλ. Αν όλες αυτές οι προϋποθέσεις συντρέξουν, και μαζί κάποιες ακόμη, τότε πολύ φοβάμαι ότι το Μαύρο ένα κυρίως θα αποδείξει. Πόσο άσχετοι και πόσο αγνώμονες είμαστε…
09/10/2016
|