|
Ομιλείτε ελλ - οινικά; Έκαστη των επιστημών διέπεται από την εξειδικευμένη, ενίοτε δε, εξαιρετικά δυσνόητη στους μη κατέχοντες το αντικείμενο ορολογία της. Η οινολογία δεν αποτελεί, βεβαίως, εξαίρεση. Διέπεται κι αυτή, όπως άλλωστε τόσες και τόσες επιστήμες (ιατρική, νομική, παιδαγωγική κ.ά.) από το δικό της γλωσσάριο, το οποίο εις τον αμύητο φαντάζει ωσάν γριφώδες λεξιλόγιο, μακρινό και άξενο στους πολλούς. Πώς ηχεί στα αυτιά του οινικά απαίδευτου ο όρος «ταννίνη», για παράδειγμα, ή ο όρος «σώμα» ή οι φράσεις «κλειστό άρωμα» και «κουρασμένο κρασί», οι οποίες συχνάκις επιστρατεύονται από τους γευσιγνώστες του οίνου; Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι το να παρακολουθήσει κάποιος μέσος καταναλωτής χωρίς ιδιαίτερες οινικές γνώσεις το εν λόγω, δύστροπο πράγματι, γλωσσάριο;
Νομίζω πως δεν είναι και τόσο εύκολο. Υπάρχουν όντως κάποιες, όχι και τόσο ευκαταφρόνητες, επικοινωνιακές δυσκολίες στην επαφή του εξειδικευμένου λόγου του γευσιγνώστη με το οινόφιλο, πλην όμως αμύητο εις την «ελλ – οινική», κοινό. Ας επιχειρήσουμε να τις υπερβούμε:
ΤΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ Οι λέξεις κλειδιά στον τομέα του χρώματος είναι η «ένταση», το «βάθος» ή η «πυκνότητα» και, τέλος, η λέξη «διαύγεια». Οι τρεις πρώτες – ένταση, βάθος, πυκνότητα – είναι αυτές που συνήθως επιστρατεύονται από τους γευσιγνώστες και κριτικούς κρασιών για να περιγράψουν τη χρωματική «πυγμή» ενός οίνου. Δώστε λοιπόν προσοχή στο ποια λέξη επιλέγει ο «χι» δοκιμαστής περιγράφοντας το «φι» ερυθρό κρασί. Μήπως το αποκαλεί ανοιχτόχρωμο, σχετικά ανοιχτόχρωμο, μέτριας έντασης, σχετικά έντονο, βαθύ ή έντονο, πολύ βαθύ ή μήπως εξαιρετικά βαθύ έως μαυροκόκκινο; Σας παρέθεσα με προοδευτικά αυξανόμενο τον χρωματικό τόνο 7-8 χαρακτηρισμούς που άπτονται του χρώματος ενός ερυθρού οίνου, επιδιώκοντας να σας φέρω κοντά στο οινικό γλωσσάριο που χρησιμοποιείται για την περιγραφή των οίνων. Άλλο λοιπόν ένα «ανοιχτόχρωμο» ή «αβαθές» ερυθρό κρασί – του οποίου η ποιότητα συνήθως δεν λέει και πολλά πράγματα – και άλλο ένα «βαθυκόκκινο» ή «μαυροκόκκινο» κρασί, από το οποίο αναμένουμε μιας αντίστοιχης έντασης αρωματική και γευστική παρουσία.
Τέλος, η «διαύγεια», της οποίας η παρουσία απαιτείται όταν μιλάμε για σωστά οινοποιημένα και φροντισμένα κρασιά.
ΑΡΩΜΑ ΚΑΙ ΛΕΞΕΙΣ Εδώ, ο δοκιμαστής καλείται να περιγράψει, εκτός από τη συγκεκριμενοποίηση του είδους των αρωμάτων που φωλιάζουν στο κρασί (π.χ. φρούτα, λουλούδια, δρυς κτλ.), άλλα τρία κυρίως πράγματα, ήτοι την «ένταση», την «κομψότητα» και την «πολυπλοκότητα».
Έτσι, στο λεκτικό πεδίο της «έντασης» του αρώματος εμφανίζονται κατά σειρά σπουδαιότητας όροι όπως «άτονο άρωμα», «υποτονικό», «ελαφρύ» ή όποιος επιθυμεί να είναι πιο ευγενικός «διακριτικό», «μέσης έντασης», «σχετικά καλής έντασης», «καλής έντασης», «έντονο», «πολύ έντονο», «εκρηκτικό» και δεν συμμαζεύεται. Η παλέτα με τις λέξεις που προσφέρονται προς αποτύπωση της «κομψότητας» του οινικού αρώματος δεν υστερεί ποσοτικώς έναντι αυτής που αφορά στην «ένταση». Εξελικτικά, αλλά και ενδεικτικά, παραθέτω τους εξής όρους: «δυσάρεστο άρωμα», «βαρύ», «συγκεχυμένο», «κουρασμένο», «ακατέργαστο», «ελκυστικό», «ευχάριστο», «πολύ ευχάριστο», «κομψό» ή «φίνο» ή «ραφινάτο» ή «εκλεπτυσμένο» ή αν τραβήξουμε το θέμα στα άκρα «τέρας κομψότητας»!
Την ίδια πορεία, με τους αντίστοιχους όρους, τραβάει και ο τομέας της αρωματικής «πολυπλοκότητας».
ΜΙΑ ΓΕΥΣΗ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ Η γεύση. Ο σπουδαιότερος κρίκος της γευσιγνωστικής αλυσίδας. Εδώ, το «σώμα» ή «πάχος» ή «ένταση» ή «πυκνότητα», θέλουν να δηλώσουν το ένα και το αυτό, το πόσο «γεμάτο» είναι γευστικά ένα κρασί. Λοιπόν, εξελικτικά και πάλιν, έχουμε και λέμε: «υδαρής» ή «νερουλή» γεύση, «ασαρκές» ή «ισχνόσαρκο» κρασί, λίγο πιο πέρα το «λεπτό» κρασί και μετά το «ελαφρύ», το «μέσου γευστικού όγκου», το «καλής πυκνότητας», το «γεμάτο», το «εύσαρκο», το «χυμώδες», το «λιπαρό», το κρασί που σχεδόν το μασάς και πάει λέγοντας.
Η «επίγνωση» του οίνου, η αίσθηση δηλαδή της γεύσης του μετά την κατάποση. Αυτή μπορεί να είναι από «ανύπαρκτη» ή «σύντομη» έως «μέτρια», «ικανοποιητική», «καλή», «πολύ καλή» μέχρι «μακρά» και «πολύ μακρά».
Σας κούρασα κυριακάτικα μ’ ένα σωρό λέξεις και φράσεις της γευσιγνωστικής τράπουλας. Να όμως που χρειάζεται να τις κατέχουμε κι αυτές. Αν μη τι άλλο, όταν σκάει η τράπουλα, να διακρίνουμε τα τίμια απ’ τα σημαδεμένα! |
|