|
Οδεύοντας για Δρούσεια…
Οι χώροι υποδοχής όμορφοι και άνετοι, σου εμπνέουν ένα αίσθημα ηρεμίας και χαλάρωσης. Το προσωπικό ευγενικό, οι περισσότεροι ξένοι που μιλούν όμως λίγα έως καλά ελληνικά. Διερωτώμαι πόσοι δικοί μας θα συμπεριφέρονταν με την ίδια προθυμία και ευγένεια, έστω και τώρα που δουλειές δεν υπάρχουν. Εν ολίγοις, ένα μικρό και σύγχρονο ξενοδοχείο που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσει προορισμό ξεκούρασης, όχι μόνο για Λευκωσιάτες, Λαρνακείς, Λεμεσιανούς, Παφίτες ή άλλους συμπολίτες μας, αλλά και για πολλούς ξένους που επιζητούν τουριστικούς προορισμούς που κινούνται στον αντίποδα του Πρωταρά και της Αγίας Νάπας.
Με το φαγητό είμαι πάντα ιδιαίτερα απαιτητικός και, οφείλω να πω, με επιφύλαξη κάθισα ένα μεσημέρι στο ξενοδοχείο για να γευματίσω. Ευτυχώς, η κυρία Βάσω, η μάγειρας της μονάδας που ζει μόνιμα στη Δρούσεια, με διέψευσε. Η χωριάτικη που παρήγγειλα, η τονοσαλάτα της συζύγου και η μακαρονάδα με ντομάτα της κόρης μου ήταν όλα ολόφρεσκα και ωραία εκτελεσμένα και σερβιρισμένα. Ώς εδώ όλα καλά. Όταν όμως ήρθε η ώρα του κρασιού, δεν μπορώ να πω ότι έμεινα το ίδιο ικανοποιημένος. Δυο-τρία καλά κρασάκια να πιεις βρίσκεις, δεν λέω. Όμως, πιστεύω ότι η επιλογή θα μπορούσε να είναι και καλύτερη ποιοτικώς, αλλά και κατά τι πολυπληθέστερη. Όταν κανείς ξεκινά από τη Λευκωσία για την απομονωμένη Δρούσεια, όπου ούτε εφημερίδα δεν φθάνει, θα πρέπει να αισθάνεται βέβαιος ότι θα βρει στο ξενοδοχείο που θα καταλύσει κάποια βασικά πράγματα, ένα από τα οποία είναι και το καλό κρασί. Πιστεύω λοιπόν πως τέτοια ωραία ξενοδοχεία, όπως αυτό στη Δρούσεια, μπορούν να αποτελέσουν προορισμό ακόμη και για καλοφαγάδες ή οινόφιλους, αρκεί η διοίκηση και η ιδιοκτησία των μονάδων αυτών να κατανοήσουν πως θα πρέπει να επενδύσουν επαρκώς και σε αυτό το κομμάτι. Έγραψα πολλές φορές ότι δεν κατανοώ πώς είναι δυνατόν να ξοδεύει κανείς μερικά εκατομμύρια για μια εκ θεμελίων ανακαίνιση και να μην χαλάει μερικές εκατοντάδες ευρώ για τη δημιουργία μιας αξιοπρεπούς λίστας κρασιών και μιας στοιχειώδους σειράς ποτηριών. Πολλά πράγματα δεν είναι θέμα χρημάτων, άλλωστε, αλλά θέμα γνώσης και μόνον. Το ποια κρασιά θα επιλέξω για τη δημιουργία μιας λίστας οίνων δεν είναι καθόλου θέμα χρημάτων, παρά μόνο γνώσης ή έρευνας. Το ποιο κρασοπότηρο θα αγοράσω δεν είναι θέμα κόστους, αλλά ζήτημα γνώσης. Το πώς θα σερβίρω το κάθε κρασί δεν είναι θέμα χρημάτων, αλλά σωστής εκπαίδευσης. Τα όσα γράφω δεν απευθύνονται βεβαίως μόνο στο ξενοδοχείο, στο οποίο πέρασα ένα όμορφο τριήμερο, αλλά σε όλες σχεδόν τις ξενοδοχειακές μονάδες της χώρας, ακόμη και τις καλύτερες. Προσωπικά, όταν πηγαίνω σε κάποιο ξενοδοχείο για ξεκούραση, ενδιαφέρομαι για δυο-τρία πράγματα. Ένα άνετο και καθαρό δωμάτιο, όπου όλα να δουλεύουν καλά, καλό φαγητό, καλό κρασί, ωραίους καφέδες και κάνα-δυο καλούς φρέσκους χυμούς, άντε και μια καθαρή πισίνα κι ένα στοιχειωδώς εξοπλισμένο γυμναστήριο. Δεν είναι πολλά τα ζητούμενα, είναι όμως αρκετή η εξειδικευμένη γνώση που απαιτούν προκειμένου να εξασφαλιστούν.
Δεν είναι ντροπή να μην κατέχει κανείς από κρασί. Είναι μέγα ατόπημα όμως το να μην ζητά εξειδικευμένη βοήθεια. Όπως ακριβώς αιτείται κανείς τη βοήθεια του διακοσμητή για την διαρρύθμιση του χώρου και την επιλογή των επίπλων, έτσι θα πρέπει να αιτηθεί και τη βοήθεια ενός ανθρώπου που γνωρίζει περί κρασιών. Χάθηκε ο κόσμος να ρωτηθεί ένας οινοχόος, ένας καλός καβίστας, ένας όσο το δυνατόν ουδέτερος και αντικειμενικός παραγωγός, ένας οινόφιλος έστω, προκειμένου η λίστα με τα κρασιά να καταστεί τουλάχιστον αξιοπρεπής; Νομίζω πως όχι.
Πάντως, αν και φίλος του κρασιού, πρέπει να ομολογήσω πως η φτωχή λίστα του Droushia Heights ολίγον με χάλασε, μια και όλα σχεδόν τα υπόλοιπα ήταν μια χαρά. Εκείνο που δεν άντεχα να αντικρίζω με τίποτα ήταν τα «τρουλλωμένα» στις στέγες των σπιτιών πλαστικά ντεπόζιτα, τρελαινόμουν και μόνο στη θέα τους! Για χάριν και μόνο της εξαφάνισης όλων των ντεπόζιτων από τις στέγες των κυπριακών σπιτιών, θα δεχόμουν να έπινα εφ’ όρου ζωής χύμα κρασί στην παραδοσιακή καντήλα! |
|