πίσω | τύπωσε

Μείναμε από κόκκινα



Συχνά-πυκνά, φίλοι και γνωστοί με παίρνουν στο τηλέφωνο για να με ρωτήσουν να τους πω κάποιο καλό και ευχάριστο κόκκινο, με λογική τιμή, για να το εντάξουν στο καθημερινό τους τραπέζι. Αναγνώστες αυτού του βήματος, αλλά και της προσωπικής μου ιστοσελίδας, μου απευθύνουν πολύ συχνά αυτό το ερώτημα: «Ένα καλό κόκκινο παρακαλώ, με τιμή που να επιτρέπει την καθημερινή κατανάλωσή του;». Οι πλείστοι εξ αυτών μου ζητούν να τους συστήσω κάποιο καλό κόκκινο κρασί που παράγεται στον τόπο μας. Ίσως από αγάπη προς την πατρίδα, ίσως από επιθυμία να στηρίξουν τους Κύπριους παραγωγούς, ίσως πάλι λόγω της ολοένα εντεινόμενης οικονομικής δυσπραγίας, όλοι σχεδόν ζητούν κρασί τοπικό.

 

Και εδώ είναι που τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, καθώς δεν ξέρω να τι να τους απαντήσω. Ένα τοπικό κόκκινο με λογική τιμή προσωπικά το αντιλαμβάνομαι γύρω στα πέντε το πολύ ευρώ. Με καλό φρούτο, μυρωδάτο και απλό, ελαφρύ προς μεσαίου όγκου γευστικά, με μαλακές τανίνες και ισορροπημένη οξύτητα. Χωρίς μεγάλες δυνατότητες παλαίωσης, σταθερό ανάμεσα στις εσοδείες, τέλος πάντων, ένα κόκκινο που να κινείται κοντά στα πρότυπα ενός χιλιανού των πέντε-έξι ευρώ ή ενός γαλλικού Vin de Pays της ίδιας περίπου τιμής ή πάλι ενός αυστραλέζικου ή κάποιου νοτιοαφρικάνικου της ίδιας τιμολογιακής κατηγορίας. Τι να απαντήσεις όμως; Παράγονται τέτοια κρασιά στον τόπο μας; Κάποτε έβγαζε δυο-τρία η Πάφος, που, με λίγη καλή διάθεση και ολίγον «πατριωτισμό» παραπάνω, θα μπορούσες να πεις ότι κινούνταν τιμολογιακά, αλλά και οργανοληπτικά κοντά στο επιθυμητό. Σήμερα ούτε αυτά δεν στάθηκαν στο ύψος τους. Το ένα το έφαγε η υπερπαραγωγή, το άλλο το κατάπιε η αστάθεια από εσοδεία σε εσοδεία, του τρίτου μάλλον τυχαία ήταν η ποιότητά του για κάνα-δυο χρονιές και πάει λέγοντας. Δεν παράγουμε, δυστυχώς, κόκκινα χαμηλής τιμολόγησης που να είναι ευχάριστα και ελκυστικά για τον απαιτητικό καταναλωτή. Σαν αυτά τα εισαγόμενα των πέντε-έξι ευρώ, που έχουν κατακλύσει τα ράφια των υπεραγορών. Μείναμε νομίζω ανεξεταστέοι. Η όποια οινολογική πρόοδός μας εξαντλείται σε κάποια σαφώς αναβαθμισμένα και πολύ αξιόλογα Ξυνιστέρια, σε μερικά πολύ καλά έως εξαιρετικά ροζέ και σε πέντε-έξι καλά Syrah, Cabernet Sauvignon και Μαραθεύτικα. Αυτό είναι όλο. Εκεί που είναι το πολύ ψωμί, τα μεγάλα νούμερα στην κατανάλωση και συνεπώς τα πολλά λεφτά δεν κάναμε σχεδόν τίποτα. Δεν έχουμε να προτείνουμε δέκα-είκοσι καλά κόκκινα των τεσσάρων, άντε των πέντε ευρώ στο ράφι. Με ρωτούν οι άνθρωποι και δεν ξέρω τι να απαντήσω. Αν είναι δυνατόν!

 

Θα αναρωτιέστε, φίλοι αναγνώστες, πού οφείλεται αυτό το γεγονός. Νομίζω πως οφείλεται στο ότι πολλοί παραγωγοί μας μάλλον μεγαλοπιάνονται με την οινοποίηση «σοβαρών» κρασιών με σώμα, όγκο και δυνατότητες παλαίωσης, χωρίς οι πλείστοι να έχουν καν αμπελώνα, σνομπάροντας ταυτόχρονα την όποια ενασχόληση με τα κόκκινα κρασιά καθημερινής κατανάλωσης. Άλλοι πάλι έχουν από καιρό πεισθεί πως λόγω του μεγέθους μας, αλλά και των πάμπολλων προβλημάτων μας, δεν μπορούμε να παράγουμε κόκκινα για το καθημερινό τραπέζι, μια και τα εργατικά είναι υψηλά, τα υλικά το ίδιο, η γη πανάκριβη, γενικώς, πολλά τα έξοδα και το πράγμα θεωρείται σχεδόν αδύνατο. Δηλαδή, καταπιάστηκαν κάποιοι με την οινοποίηση για να φτιάχνουν μόνο μεγάλα κόκκινα, χωρίς μάλιστα να έχουν δικό τους αμπέλι; Πάμε, με λίγα λόγια, κατευθείαν στο μεγάλο κρασί, ξεχνώντας όλα εκείνα τα στάδια που μεσολαβούν, τη βάση, που δεν είναι άλλη από το κρασί της καθημερινότητας;

 

Μου θυμίζουν τη μόνο κατ’ όνομα στοιχειώδη εκπαίδευση της νήσου, όπου δάσκαλοι και λοιποί εμπλεκόμενοι προσπαθούν να μάθουν τα παιδιά να κάνουν εργασίες τύπου «πρότζεκτ», να εκτελούν πολύπλοκες έρευνες, μελέτες επί παντός επιστητού, να εργάζονται λέει σε ομάδες, με πηγές από έντυπα, διαδίκτυο κτλ., ενώ την ίδια στιγμή οι πλείστοι μαθητές αγνοούν πώς θα ικανοποιήσουν βασικές ανάγκες της καθημερινότητάς τους. Δεν ξέρουν, φέρ’ ειπείν, να δένουν τα κορδόνια τους, να βγάζουν το παντελόνι τους και να φοράνε τη φόρμα της γυμναστικής, να περπατούν και να κάθονται σωστά και άλλα συναφή. Αγνοούν, ακόμη, βασικά πράγματα, όπως το να λένε «Καλημέρα», να χαιρετούν και να σέβονται τον μεγαλύτερό τους, να λένε σωστά τον εθνικό τους ύμνο ή να εκφέρουν όπως πρέπει και να κατανοούν την προσευχή που κάθε πρωί μηχανικά κάνουν. Δεν γνωρίζουν βασικά στοιχεία ορθογραφίας, σύνταξης και ανάγνωσης, είναι ανιστόρητοι και πτωχοί γνωσιολογικά, ξέρουν όμως να κάνουν έρευνες τύπου «πρότζεκτ», ξέρουν να κάνουν έρευνες για την ευρωπαϊκή πολιτότητα, ξέρουν τι είναι η αειφόρος ανάπτυξη και τι σημαίνει «δημοκρατικός πολίτης σε πολυπολιτισμική κοινωνία».

 

Κάπως έτσι είναι και ο αμπελοοινικός μας τομέας. Ασυνάρτητος, χωρίς σκοπό και σαφείς στόχους και επιδιώξεις, χωρίς φιλοσοφία, στρατηγική και προσανατολισμό. Η βάση, που είναι το αμπέλι και η κατανόησή του, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, μόνο λίγες σκόρπιες προσπάθειες από ελάχιστους παραγωγούς, που δεν αλλάζουν, δυστυχώς, τη γενική εικόνα. Όλοι σ’ αυτόν τον τόπο προσπαθούν για το μεγάλο κρασί, μα κανείς (ή σχεδόν κανείς) δεν μάχεται, δεν επιδιώκει να φτιάξει ένα κόκκινο των τεσσάρων-πέντε ευρώ που να πίνεται με ευχαρίστηση από τη μεγάλη μάζα των καταναλωτών. Στο κάτω-κάτω, όταν κάποιος δεν διαθέτει ιδιόκτητο αμπελώνα, δεν νοείται να κυνηγά το μεγάλο κρασί, αλλά μόνο την παραγωγή καθημερινών κρασιών σε αποδεκτή τιμή. Αυτό λέει η λογική, αυτό θέλει και η αγορά. Ποιος ακούει όμως τη λογική και ποιος αφουγκράζεται τους παλμούς της αγοράς; Εμείς είμαστε για μεγάλα πράγματα, από Μπορντό και πάνω…

© Copyright - Cyprus Wine Pages, Γιάννος Κωνσταντίνου
Σχεδιασμός & Ανάπτυξη: Crucial Services Ltd

πίσω | τύπωσε