|
Περιρρέουσα ατμόσφαιρα και κρασί
Τα ίδια ισχύουν και για τους οινοποιούς. Όταν είσαι παραγωγός κρασιού στη χρεοκοπημένη Κύπρο, δεν έχει νόημα να βγάζεις κρασιά των δέκα ή δεκαπέντε ευρώ. Ποιος θα τα αγοράσει; Ποιος θα τα πιει; Και με ποια λεφτά; Όταν οινοποιείς στην Κύπρο, δεν μπορείς πια να μην λαμβάνεις υπόψη σου την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που άλλα θέλει και άλλα επιβάλλει. Δεν μπορείς να στοχεύεις σε νέες ετικέτες υψηλής τιμολόγησης, όσο καλό κι αν είναι το κρασί σου, απλούστατα γιατί ο καταναλωτής δεν έχει τα οικονομικά μέσα για να τις υποστηρίξει. Σήμερα, δεν μπορεί κανείς να αναμένει από τον μέσο Κύπριο να αγοράζει κρασιά των δέκα ευρώ για να τα εντάξει στο καθημερινό του τραπέζι. Δεν είναι δυνατόν να βρουν αγοραστές τα δεκάδες τοπικά Cabernet Sauvignon και Syrah των δέκα και βάλε ευρώ, όταν άλλες, βασικότερες ανάγκες δεν μπορούν να καλυφθούν.
Στις μέρες μας ο καταναλωτής ζητάει κρασιά χαμηλής τιμολόγησης, κρασιά που μάθαμε να καλούμε «καθημερινά», ακριβώς γιατί η λιανική τους τιμή επιτρέπει τη συχνή κατανάλωση. Κρασιά των τριών με πέντε ευρώ στο ράφι, που θα οινοποιούνται από πιο «ταπεινές» ποικιλίες, όπως, φέρ’ ειπείν, το Μαύρο ντόπιο και το Ξυνιστέρι. Κρασιά που δεν θα ωριμάζουν σε δρύινα βαρέλια και που δεν θα υποβάλλονται σε μακρές εκχυλίσεις. Κρασιά που δεν θα εμφιαλώνονται σε ακριβά μπουκάλια και που δεν θα πωματίζονται με ακριβούς φελλούς, ακριβώς γιατί δεν θα προορίζονται για παλαίωση στη φιάλη, αλλά θα καταναλώνονται άμεσα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα είναι κρασιά ευτελούς ποιότητας. Αντίθετα, θα έλεγα, θα είναι οίνοι ευχάριστοι, μαλακοί, εν τέλει, ευκολόπιοτοι και μυρωδάτοι, που δεν θα διεκδικούν θέση στο πάνθεον των καλύτερων κυπριακών κρασιών, αλλά μόνο μία μικρή γωνιά στην καρδιά μας.
Με λίγα λόγια, οι εν Κύπρω οινοπαραγωγοί θα πρέπει να βάλουν για λίγο το όνειρο της παραγωγής μεγάλων κρασιών στο ψυγείο, να αφουγκραστούν τα μηνύματα των καιρών, να κατανοήσουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και να καταπιαστούν με την οινοποίηση «εύκολων» και ευχάριστων κρασιών καθημερινής κατανάλωσης, για να κερδίσουν, από τη μια, την προτίμηση του καταναλωτή και, από την άλλη, να δημιουργήσουν συνθήκες ασφυκτικές για την εισαγωγή και διάθεση φθηνών κρασιών από την αλλοδαπή.
Ίσως πάλι και να γελάσουν με την εισήγησή μου και με το γεγονός ότι προτείνω λιανικές της τάξης των τριών με πέντε ευρώ. Αν όμως συνυπολογίσουν τη δραστική μείωση του κόστους από τη μη χρήση δρύινων βαρελιών, αλλά και από τη χρήση των πολύ φθηνότερων τοπικών ποικιλιών, ακόμη και το γεγονός ότι τα κρασιά αυτά δεν θα απαιτούν ουσιαστικά παρά ελάχιστο χρόνο παραμονής στο οινοποιείο προτού απελευθερωθούν στην αγορά, συνεισφέροντας μάλιστα και στην τόνωση της ρευστότητας της επιχείρησής τους, ίσως αντικρίσουν τα γραφόμενά μου με περισσότερη κατανόηση. Για να επιτύχουν όμως τις λιανικές τιμές που εισηγούμαι δεν αρκεί η μείωση του κόστους παραγωγής, αλλά απαιτείται και η σμίκρυνση του περιθωρίου κέρδους από τους ίδιους, προκειμένου να βασιστούν σε αυτό που καλούμε «εν τη καταναλώσει το κέρδος». Έτσι, το κέρδος θα είναι μικρότερο ανά μονάδα προϊόντος, αλλά μεγαλύτερο στο σύνολό του, μια και η διάθεση τέτοιων κρασιών θα είναι σαφώς ευρύτερη σε σχέση με αυτήν που έχουν έως τώρα συνηθίσει οι πλείστοι οινοποιοί μας. Συν, βεβαίως, το μακροπρόθεσμο όφελος, που θα προκύψει από τον εκτοπισμό από την ντόπια αγορά των πάμπολλων γαλλικών, ιταλικών, ισπανικών, χιλιανών και άλλων κρασιών, που μας έχουν εδώ και καιρό κατακλύσει. |
|