|
Μια βόλτα στο Πιεμόντε Μια ακόμη αναφορά στην οινοποίηση μάς έχει απομείνει, αυτή στο Port. Την κρατάω για τον Σεπτέμβρη, καθώς σήμερα, αλλά και την Κυριακή που έπεται, θα μας απασχολήσει το Πιεμόντε. Ο Αύγουστος θα μας χαρίσει μια ανάπαυλα, απαραίτητη τόσο για τον γράφων όσο και για τους
Το Πιεμόντε, λοιπόν, είναι μια μεγάλη αμπελουργική ζώνη, που εκτείνεται στα βορειοδυτικά της Ιταλίας. Όμορφη, αμπελουργικά πληθωρική, με ανάγλυφο τοπίο που καλύπτεται από τα πλούσια φυλλώματα των αμπελώνων και των ηλιοτροπίων. Μια εκτεταμένη περιοχή με δεκάδες περιποιημένα και καθαρά χωριά, ένας οινικός τόπος με δροσερό κλίμα, ιδανικός για την προσέλκυση αυτού που καλούμε «ποιοτικός τουρισμός».
Βρέθηκα σ’ αυτό το ιστορικό αμελοοινικό τοπίο για οκτώ ημέρες και οφείλω να ομολογήσω πως ανάμεσα στις όσες αμπελουργικές περιοχές έχω επισκεφθεί, το Πιεμόντε είναι από κάθε άποψη η πλέον ενδιαφέρουσα. Πρώτα απ’ όλα είναι η πιο όμορφη, καθώς το ανάγλυφο του τοπίου δημιουργεί ένα απίθανο σκηνικό που δεν κουράζει, όπως συμβαίνει με πολλές διάσημες αμπελουργικές ζώνες, οι οποίες απλώνονται σε τεράστιες πεδινές εκτάσεις. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, βεβαίως, και η ποικιλιακή σύνθεση του Πιεμόντε. Τρεις ερυθρές ποικιλίες – Nebbiolo, Barbera, Dolcetto – απαντώνται στην περιοχή, ανάμεσά τους όμως ξεχωρίζει ο μεγάλος πρωταγωνιστής, το Nebbiolo, που αποδίδει καθεχρονικά στους παραγωγούς τα κορυφαία κρασιά της ζώνης. Τα κρασιά αυτά μπορούν να πάρουν τρία πρόσωπα και να ονομαστούν είτε Nebbiolo d’ Alba, αφού παράγονται γύρω από τη μικρή και πανέμορφη πόλη Alba, είτε Barolo ή Barbaresco, ανάλογα με πού παράγονται, στο χωριό Barolo ή στο χωριό Barbaresco. Πάντως, σε όποιο από τα δύο χωριά κι αν παράγονται ένα είναι το βέβαιο: Υψηλή τιμή και, φυσικά, υψηλή ποιότητα. Τα δύο αυτά κρασιά (Barolo και Barbaresco) δεν αποτελούν μόνο την κορυφαία μορφή έκφρασης του Nebbiolo, αλλά αντιπροσωπεύουν συγχρόνως τον ανθό της οινικής παραγωγής του Πιεμόντε και μαζί ολόκληρης της Ιταλίας.
Στο Πιεμόντε υπάρχουν σήμερα δύο οινοποιητικές σχολές, η παραδοσιακή και η πιο μοντέρνα. Η διαφορά ανάμεσά τους έγκειται στον τρόπο παλαίωσης των κρασιών. Η πρώτη σχολή επιμένει στη χρήση των παλιών, μεγάλων δρύινων βαρελιών, τα οποία λόγω του μεγέθους (2000-5000 λίτρα) και της ηλικίας τους δεν φορτώνουν το κρασί με ξύλο και βανίλια, αλλά το βοηθούν μόνο να μικροοξυγονωθεί και να ωριμάσει. Αντίθετα, η έτερη σχολή έχει προχωρήσει στη χρήση των μικρών βαρελιών των 225 λίτρων, τα οποία ανανεώνει κάθε τρία-τέσσερα χρόνια, «φορτώνοντας» με αυτό τον τρόπο το κρασί με περισσότερο ξύλο και πιο πολλή βανίλια και καπνιά. Το αποτέλεσμα από τη χρήση των μικρών βαρελιών είναι εύληπτο στο ποτήρι. Πιο πρόδηλη δρυς και διάθεση μάλλον νεοκοσμίτικη. Υπάρχει, βεβαίως, και η μέση λύση, την οποία εφαρμόζουν κάποιοι παραγωγοί. Ένα χρόνο στα μεγάλα, παλιά βαρέλια και ένα στα μικρά. Πάντως, απ’ ό,τι έχω δοκιμάσει στο Πιεμόντε, σ’ ένα συμπέρασμα κατέληξα: Ζήτω η παράδοση!
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθώ όμως και στον αφανή ποικιλιακό ήρωα του Πιεμόντε, το εξαιρετικό Barbera. Όποιο από τα δύο Barbera (Babrera d’Alba ή Barbera d’Asti) δοκιμάσετε για ένα θα πειστείτε: Πολύ καλά, κάποτε εξαιρετικά κρασιά σε πολύ λογική τιμή. Όσο για τον ερυθρό ποικιλιακό κομπάρσο της περιοχής, το Dolcetto, πιείτε το άφοβα. Προτιμήστε κάποια από τις πολλές ελαφριές εκδοχές του, για να συνοδεύσετε κάποιο ανάλογο πιάτο ή μια πιο πλούσια και πολύπλοκη, αν το φαγητό σας το απαιτεί.
Για προδόρπιο επιλέξετε ένα από τα δύο λευκά του Πιεμόντε, το Roero Arneis (από την ποικιλία Roero) ή το Gavi di Gavi (από την ποικιλία Gavi). Πάντοτε φρέσκα. Όσο για το επιδόρπιο, μία είναι η επιλογή, ίσως η καλύτερη στον κόσμο. Ένα δροσερό, ολόφρεσκο και σπαρταριστό Moscato d’Asti. Χαμηλόβαθμο (5-6% αλκοολικός τίτλος), ημίγλυκο έως γλυκό, με μία λέξη, τέλειο!
Την άλλη Κυριακή θα μιλήσω για το κρασί στα εστιατόρια του Πιεμόντε. Έχω πολλά να πω...
|
|