|
Οι τιμές δείχνουν την έπαρση
Ενταγμένη σε αυτό το πλαίσιο είναι και η οπτική μέσα από την οποία βλέπουν, παλαιότεροι και νεότεροι, την τιμολογιακή πολιτική των οινοποιείων τους, καθώς, της παραμικρής ευκαιρίας δοθείσας, ουδέν πρόβλημα έχουν να αυξήσουν το αντίτιμο για την απόκτηση των οίνων που παράγουν, οι οποίοι, έτσι κι αλλιώς, είναι τόσο εκλεκτοί που αιτιολογούν κάθε ανατίμηση! Με εγκλωβισμένους τους οινοποιούς μας σε αυτή τη λογική, φθάσαμε στο σημείο να βλέπουμε ακόμη και τα απλούστερα των Ξυνιστεριών στα 10 περίπου ευρώ στο ράφι της υπεραγοράς και τα ελάχιστα κόκκινα που πίνονται με ευχαρίστηση στα 15 και βάλε.
Θα αντιτείνουν, όπως πάντοτε κάνουν, οι φίλτατοι παραγωγοί μας, ότι έχει ακριβύνει η ενέργεια, έχει ακριβύνει το γυαλί, άρα οι φιάλες, έχουν πάει πάνω οι φελλοί και τα καψύλια κτλ. Όλα αυτά ισχύουν και είναι σωστά και ωραία και εν μέρει μπορούν να αιτιολογήσουν μία κάποια αύξηση στις τιμές, αλλά υπάρχει ένα ζήτημα που πρέπει να συνυπολογίσουμε στον συλλογισμό μας, προτού καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι αυξήσεις ήταν αναπόφευκτες. Το ζήτημα είναι, λοιπόν, ότι τα πλείστα τοπικά κρασιά ήταν υπερτιμημένα προ κρίσης, κάποια δε εξ αυτών ήταν ιδιαίτερα υπερτιμημένα πριν από το ξέσπασμα των πολέμων που ταλανίζουν τη γειτονιά μας και την άνοδο των πρώτων υλών και της ενέργειας, άρα, αφού ήταν κοστολογημένα ευθύς εξαρχής υψηλότερα από την πραγματική τους αξία, θα έπρεπε οι οινοποιοί μας να απορροφήσουν ένα σημαντικό ποσοστό των αυξήσεων, ανεβάζοντας την τιμή των κρασιών τους λελογισμένα.
Θα μου πείτε: «και ποιος είσαι εσύ, λεβέντη μου, που θα πεις στους οινοποιούς πόσο θα πουλούν και πόσο θα αυξάνουν τις τιμές τους, εδώ είναι ελεύθερη αγορά και ο καθένας αποφασίζει ελεύθερα πόσο θα πουλάει και σε όποιον αρέσει». Σωστό αυτό, ουδεμία ένσταση. Αλλά, ακριβώς επειδή ζούμε σε μία ελεύθερη και δημοκρατική χώρα και ο καθείς, ακόμη και ο αδαής και πείσμων γράφων, δικαιούται να εκφράζει ευπρεπώς τη γνώμη του, λέω, ως κατακλείδα, τούτο: «οι οινοποιοί μας βρήκαν και κάνουν, τελεία και παύλα»! |
|