|
Οι παντός καιρού
Φθάνουμε και… γεμάτη περηφάνια η εκλεκτή μου δηλώνει την κράτησή της, διά να εισπράξει ως απάντηση ότι κράτηση υπάρχει μεν, στον εξωτερικό χώρο δε. Ως ήταν φυσικό, σάστισα! «Μην ανησυχείτε, κύριέ μου, έχουμε σόμπες», μου αντέτεινε η ευγενής κυρία του σέρβις. Κάνω δεξιά προς τον εξωτερικό χώρο του μαγαζιού και βλέπω δεκάδες αμέριμνους αδελφούς Ελλαδίτες να απολαμβάνουν εν μέσω του ψύχους το δείπνο τους, ωσάν τα σούπερ πούμα, τα παντός καιρού εκείνα ελικόπτερα έρευνας και διάσωσης! Λέω κι εγώ: «πάμε κι όποιον πάρει ο Χάρος»! Εκάθισα, μία σόμπα στα δεξιά, θεριεμένη, ζέσταινε το δεξί μου μάγουλο, μία εξ ευωνύμων, φούντωνε την αριστερή μου παρειά, ενώ τα πόδια μου, από τους μηρούς και κάτω, κεντούσε ψυχροβελονιά η Κόραλ, καθιστώντας με για πρώτη εις τη ζωή μου φορά τόσο θερμοκρασιακά διχασμένο.
Παραγγείλαμε εύκολα, τα φαγητά έφθασαν κι αυτά εύκολα και με τον δέοντα ρυθμό, ούτε όλα με τη μία ούτε ένα κάθε μισή ή μία ώρα, ωραίος, στρωτός ρυθμός, εμποτισμένος με κομψές δόσεις ευγένειας από το προσωπικό. Το σταμναγκάθι ήταν καλό, η χορτόπιτα σωστή, με ωραίο φύλλο, πλούσια χωρίς να φωνάζει, γενικώς τη θεώρησα ως το καλύτερο πιάτο που δοκιμάσαμε. Το μπιφτέκι από πρόβατο ήταν εντάξει, του έλειπαν η σπιρτάδα και η γευστική ένταση, το αρνίσιο κεμπάπ αποδεκτό αλλά κι αυτό άνευ εντάσεως, το μοσχαρίσιο συκώτι ήταν κάπως πιο ανεβασμένο, χωρίς όμως να προκαλεί ρίγη συγκίνησης. Σε γενικές γραμμές, το φαγητό στο Μανάρι είναι καλό, αλλά απουσιάζει από αυτό το γευστικό εκείνο σφρίγος, που θα σε κάνει να θέλεις να πας και να ξαναπάς. Η εξυπηρέτηση, το στήσιμο του μαγαζιού, το οινικό σέρβις, είναι όλα καλά, δεν μπορείς εύκολα να τους προσάψεις κάτι, πλην όμως δεν σε ωθούν να εξυμνήσεις έναν χώρο που σφύζει από πελατεία και φήμη. |
|