|
Καιρός ήταν…
Όσοι διαθέτουν την υπομονή να με παρακολουθούν επί μακρόν, θα έχουν καταστεί κοινωνοί των θέσεών μου επί του θέματος, καθώς εδώ και 25 τουλάχιστον έτη επιμένω στην πλήρη και απόλυτο στροφή στις τοπικές ποικιλίες, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξω την αδιανόητη προ εικοσιπενταετίας θέση ότι η φύτευση ξενικών ποικιλιών στο νησί θα έπρεπε να απαγορευθεί διά νόμου. Πολλοί θεώρησαν αυτή τη θέση ως μία ακόμη υπερβολή του γράφοντος, στα πλαίσια της γλαφυρότητας και ίσως αυστηρότητας που τον διακρίνει, αλλά, σπεύδω να διευκρινίσω και πάλι, ότι ο λόγος μου αυτός δεν ήταν ούτε κατά ένα γράμμα σχηματικός, αλλά πέρα για πέρα λόγος πεποιθήσεως, καθότι, από την πρώτη κιόλας μου φιλοσοφική προσέγγιση με τα του οίνου, είχα κατασταλάξει, και μάλιστα με απρόσμενη ευκολία, στο συμπέρασμα ότι από στρατηγικής, κλιματικής, ιστορικής, οικονομικής και οργανοληπτικής άποψης η οδός όφειλε να είναι μία και απαράκαμπτη, αυτή των αυτοχθόνων ποικιλιών οιναμπέλου. Επανέρχομαι, λοιπόν, σήμερα στο ζήτημα για να επανατονίσω την πάγια αυτή θέση μου, ότι η περαιτέρω φύτευση ξενικών ποικιλιών στην Κύπρο θα πρέπει να απαγορευθεί από το κράτος ετούτο.
Οι λόγοι είναι και πολλοί και απλοί, ουδεμία χρεία υπάρχει να τους παραθέσω ξανά. Η δε πρακτική της απαγόρευσης υπάρχει σε αρκετές αμπελουργικές περιοχές με λαμπρή ιστορία, σαφώς λαμπρότερη από τη δικιά μας. Η χάραξη, λοιπόν, πεφωτισμένης αμπελουργικής στρατηγικής, που αποτελεί το πρώτιστο θεμέλιο επιτυχίας, απαιτεί ανθρώπους με ευρύ όραμα, ικανούς να προσπεράσουν την ανάγκη για το πρόσκαιρο, θυσιάζοντάς την για κάτι μεγαλύτερο, φωτεινότερο και διαρκέστερο, απαιτεί, εν τέλει, ανθρώπους που η αμπελουργία θα είναι γι’ αυτούς περισσότερο φιλοσοφία και λιγότερο επιχείρηση. |
|