πίσω | τύπωσε

Κάποτε πρέπει να ωριμάσουμε



Θυμάμαι, πριν 25 χρόνια, όταν αρθρογραφούσα στην εφημερίδα Πολίτης, και όχι μόνο, έλεγα και επέμενα και τόνιζα, ενίοτε φορτικά, τα ίδια πράγματα, που και σήμερα λέγω. Παρήλθε, δηλαδή, ένα τέταρτο του αιώνα κι ο γράφων λέει και ξαναλέει τα ίδια και τα ίδια. Τι λέει, λοιπόν, ο γράφων; Το εξής απλό: δεν υπάρχει κανένα απολύτως νόημα να συνεχίζουμε να οινοποιούμε, πόσω μάλλον να φυτεύουμε, ξενικές ποικιλίες σε αυτό το παρηκμασμένο και δύσμοιρο νησί. Και δεν υπάρχει κανένα νόημα να συνεχίσουμε με τα ξένα κρασοστάφυλα, για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί ουδεμία περίπτωση υπάρχει να καταφέρουμε ποτέ, έστω κι αν περάσουν ένα εκατομμύριο χρόνια, να μπορέσουμε να κάνουμε κρασιά εφάμιλλα με τα γαλλικά Sauvignon Blanc ή τα Riesling ή τα Cabernet Sauvignon κτλ. Και, δεύτερον, γιατί, έστω κι αν υποθέσουμε ότι σε εκατόν χρόνια θα καταφέρουμε να ανταγωνιστούμε ποιοτικά επιτυχώς τα αιθέρια και εκρηκτικά και δροσάτα Sauvignon Blanc του Λίγηρα, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να επιτύχουμε να τα πωλήσουμε στο εξωτερικό στις τιμές που το πετυχαίνουν εδώ και αιώνες τα γαλλικά κρασιά.

 

Επομένως, μόνη ουσιαστική, ευφυής και εμπορικά υποσχόμενη οδός ήταν και παραμένει να είναι η επένδυση στις δικές μας ποικιλίες οιναμπέλου, οι οποίες έχουν πλέον αποδείξει, ειδικά το Ξυνιστέρι, ότι και εξαιρετικά κρασιά μπορεί να δώσουν και διακρίσεις μπορεί να μας φέρουν και καλές τιμές να μας εξασφαλίσουν σε βάθος χρόνου.

 

Για να μην γίνομαι διαρκώς επικριτικός και όξινος, οφείλω να σημειώσω, ότι μία κάποια στροφή προς τις γηγενείς ποικιλίες οιναμπέλου υπάρχει και, ως φαίνεται, θα συνεχίσει να υπάρχει προϊόντος του χρόνου. Αυτή η στροφή, όμως, έχω την αίσθηση, ότι δεν έχει γίνει λόγω του γεγονότος ότι οι οινοπαραγωγοί μας έχουν πράγματι πεισθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η προσκόλληση στις τοπικές ποικιλίες είναι μονόδρομος, αλλά γιατί το επιζήτησε η αγορά, τόσο της Κύπρου όσο και του εξωτερικού. Με λίγα λόγια, φρονώ ότι η όποια επένδυση έχει τα τελευταία χρόνια γίνει στο πεδίο των τοπικών μας ποικιλιών, είναι προϊόν της αγοραστικής πιέσεως και όχι γέννημα της ανυποχώρητης πεποίθησης των οινοποιών μας ότι πρέπει να επικεντρώσουν το σύνολο των δυνάμεών τους στο τοπικό αμπελουργικό δυναμικό.

 

Τούτο σκεφτόμουνα προ ημερών, όταν έλαβα δύο λευκά κρασιά ως δώρο από κάποιον αγαπητό φίλο, δύο λευκά από ένα νεότευκτο οινοποιείο-στολίδι, καθώς έχω ακούσει, το οινοποιείο Μαραθάσα στον Οίκο. Το ένα λευκό ήταν το Αθάσι, καμωμένο αποκλειστικά από τη γηγενή ποικιλία Ξυνιστέρι. Το δοκίμασα, το απόλαυσα, το θαύμασα. Και εν συνεχεία το παρουσίασα από αυτό εδώ το ταπεινό οινικό βήμα, διευκρινίζοντας πως πρόκειται για ένα από τα απολύτως κορυφαία κρασιά της ποικιλίας στο νησί. Το έτερο των λευκών ήταν το Ανελικού, φτιαγμένο από τη γαλλική ποικιλία Sauvignon Blanc. Αν και ακριβότερο τιμολογιακά από το Ξυνιστέρι, ήταν, κατά την άποψή μου, υποδεέστερο οργανοληπτικά, καθώς το βρήκα λιγότερο εκφραστικό, πιο απλό αρωματικά και γευστικά και λιγότερο νευρώδες. Κι εκεί ήταν που και πάλι προβληματίστηκα, κατά πόσον είναι δυνατόν σήμερα, που θα έπρεπε να έχουμε ωριμάσει θεωρώ οινικά, να εξακολουθούμε να φυτεύουμε και να οινοποιούμε αυτές τις ξενικές ποικιλίες, τη στιγμή μάλιστα που τα αποτελέσματα που μας δίνουν είναι συνήθως λιγότερο αξιόλογα σε σχέση με αυτά που μας προσφέρουν τα από τοπικές ποικιλίες παραγόμενα κρασιά.

© Copyright - Cyprus Wine Pages, Γιάννος Κωνσταντίνου
Σχεδιασμός & Ανάπτυξη: Crucial Services Ltd

πίσω | τύπωσε