|
Βροχή
Ανάβω ένα κερί στο μικρό τραπεζάκι, αυτό που συνηθίζουν στα ουζερί, και κάθομαι. Αίφνης, μου έρχεται η διάθεση, αν και δείλι ακόμη, για ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί. Πάω στο κελάρι, παίρνω ένα Syrah, ονόματι Λόφος, από τη βόρεια Ελλάδα, για το οποίο θα μιλήσουμε εν ευθέτω χρόνω, και το ανοίγω. Ρίχνω στο κολονάτο μερικές μόνο γουλιές, όσο να μου κρατήσουν συντροφιά καθώς η βροχή θα ανασαίνει στον αγέρα. Επιστρέφω στο τραπεζάκι και κάθομαι. Το κερί, όμως, του Γιάννη και της Ραχήλ, είναι αρωματικό και μυρίζει έντονα, καθώς μπλέκει τις μυρωδιές του με το κρασί μου. Φυσάω μια δυνατή και το σβήνω, αφήνοντας το κρασί να μιλήσει μοναχό του.
Ξανασηκώνομαι. Παίρνω τον φορητό υπολογιστή δεκαετίας, που πλέον μου χρησιμεύει μόνο ως γραφομηχανή, και γράφω ετούτα τα λόγια. Ποιον ενδιαφέρουν, άραγε; Γιατί δεν γράφεις πιο συχνά, με ρωτάει ενίοτε ο φίλος μου ο Άκης; Και τι να πω; Είπα πολλά, 30 σχεδόν χρόνια μιλάω και γράφω για το κρασί. Να πω τι; Ποια είναι τα 50 καλύτερα κρασιά της Ελλάδος; Ποια είναι τα 100 καλύτερα κρασιά του κόσμου; Ποια είναι τα πιο μυθικά και θρυλικά κρασιά, που αξίζει να πωλούνται εκατοντάδες ή χιλιάδες ευρώ το μπουκάλι; Πόσο σπουδαία είναι τα First Growth του Μπορντό; Όλα αυτά πια μου φαίνονται τόσο αστεία, πραγματικά. Και τόσο άτοπα. Και τόσο ανούσια. Και τόσο επηρμένα. Προτιμώ, βλέπετε, να γράφω μόνο όταν έχω κάτι ουσιαστικότερο να πω, δεν μου αρέσει να γράφω για να γράφω. Αλλιώς, προτιμώ να γράφω για τη βροχή και το μεγαλείο της. Και το πόσο ευλόγησε τη ζωή μου εκείνη τη στιγμή, έτσι καθώς έπεφτε και ξεδιψούσε τη γη, καθώς ο ήλιος έφευγε και καθώς ο Λόφος πλάι μου ολοένα και ψήλωνε… |
|