|
Εντυπώσεις ενός ονειροπαρμένου
Η στιγμή, η σπάνια αυτή στιγμή, που θα αφαιρέσω από τα ράφια της κάβας μου μία παλαιωμένη φιάλη και αργά και προσεκτικά θα την ανεβάσω από το υπόγειο στην κουζίνα και θα την καθαρίσω με ένα λείο πανί από την αναπόφευκτη μούχλα που ο χρόνος επικάθισε επάνω στο μπουκάλι, είναι σχεδόν ιερή διά τον γράφοντα. Και απογειωτική συγχρόνως, καθώς ο καρδιακός μου ρυθμός ανεβαίνει και οι παλμοί ενισχύονται και η διάθεση γίνεται χαρμόσυνη και ευφραντική. Η πρώτη πράξη, η απόσπαση του φελλού από τη φιάλη, είναι η πλέον αγχωτική, καθώς ο φόβος του «φελλωμένου» κρασιού πάντοτε καραδοκεί κι είναι ικανός να σε αποκαρδιώσει. Όταν ο πρώτος αυτός, μέγιστος φόβος, περάσει, η δεύτερη πράξη είναι όχι μόνο λυτρωτική, αλλά και συναρπαστική, μια και ακολουθεί το σερβίρισμα μιας μικρής, αλλά ικανής, ποσότητας στο ποτήρι, όπου το κρασί θα επικοινωνήσει, επιτέλους, μαζί σου, μετά από τόσα χρόνια που το ανέτρεφες και το καρτερούσες να πιάσει τον ποιοτικό του κολοφώνα. Η πρώτη προσέγγιση της μύτης στα χείλη του κολονάτου τελείται με λαχτάρα, με αγωνία και καρδιοχτύπι, η πρώτη, δειλή, ανάδευσή του γίνεται προσεκτικά, επιτρέποντας την αργή και ελεγχόμενη επαφή του οίνου με το οξυγόνο. Περιμένεις ένα-δυο λεπτά, να ανέβει λίγο η θερμοκρασία, να νιώσεις έτοιμος να πάρεις την πρώτη μικρή γουλιά, να δεις, να καταλάβεις, να σχηματίσεις μία πρώτη, επισφαλή ίσως, εντύπωση.
Έπειτα, φροντίζεις να διατηρήσει το κρασί την ιδανική θερμοκρασία σερβιρίσματος, εναποθέτοντάς το σε κάποιο προστατευτικό μέσο και συνεχίζεις την κατανάλωση, επιβάλλοντας τον δικό σου ρυθμό και τις δικές σου προτιμήσεις. Η μακρά διαδρομή στο τραπέζι, στο γιορτινό ενδεχομένως τραπέζι, δεν μπορεί παρά να ακολουθείται σε πνεύμα συγκέντρωσης, σοβαρότητας και αντίληψης του κύρους της στιγμής, καθώς μία φιάλη 20 ή 30 ή και περισσοτέρων χρόνων εκπωματίζεται και παύει να αποτελεί πλέον μέρος του οινικού αποθεματικού της οικογένειας.
Δεν σας είπα, αγαπητοί φίλοι και συνοδοιπόροι στα μονοπάτια της αμπέλου και του οίνου, και δεν γνωρίζω κιόλας αν πρέπει να σας το ομολογήσω, ότι κάθε φορά που ανοίγω μία τέτοια, παλαιωμένη φιάλη από την προσωπική μου συλλογή, είναι σαν να χάνεται για πάντα ένα κομμάτι του εαυτού και της υπόστασής μου. Κάθε φιάλη που αποσπάται από την κάβα μου, προς τέρψη των αισθήσεών μου, είναι και μία ψηφίδα του βίου μου που σβήνει, παραμένοντας εσαεί χαραγμένη ως ανάμνηση στη μνήμη μου. Κάθε μία από αυτές τις φιάλες συνομιλούσε μαζί μου σχεδόν καθημερινά, επί σειρά ετών, κάθε μέρα που κατέβαινα στην κάβα έβλεπα την ετικέτα, το μπουκάλι, το πρόσωπο, δηλαδή, του κρασιού, βίωνα και βιώνω την παρουσία τους, συνεπώς, κάθε μία από αυτές που, ηδονικά έστω, χάνεται, παίρνει μαζί της ένα κομμάτι, μικρό κι άλλοτε μεγάλο, από τον εαυτό μου, ειδικά καθώς μεγαλώνω κι ο χρόνος λιγοστεύει και τα περιθώρια παλαίωσης κρασιών στενεύουν, το αίσθημα του αποχωρισμού γίνεται ολοένα και εντονότερο, ολοένα και πιο επώδυνο.
Έγραψα πολλά, δεν σας είπα, όμως, πώς ήταν η Σαντορίνη 2007 του Αργυρού. Τι να σας λέω τώρα; Περιγραφές αρωμάτων και γεύσεων και άλλα τινά; Δεν είναι αρκετό, που αυτό το κρασί με ώθησε να αποτυπώσω όλες αυτές τις σκέψεις κι όλα αυτά τα αισθήματα, που φαντάζουν να ανήκουν σε έναν ονειροπαρμένο; |
|