|
Ο επισκέπτης ως ενόχληση Προ ημερών βρέθηκα στη Σπάρτη, μία απολύτως αδιάφορη πόλη, παρατημένη στη μοίρα της, με καλή, εντούτοις, ρυμοτομία. Το φαγητό επιεικώς μέτριο, αποκλειστικά με βάση το κρέας, καθώς στην πόλη δεν μπορεί κανείς να βρει ούτε μία ψαροταβέρνα! Έξω από τη Σπάρτη υπάρχουν, όμως, κάποια ενδιαφέροντα αξιοθέατα, με πρώτο και καλύτερο τον Ταΰγετο και τα γαντζωμένα επ’ αυτού χωριά. Υπάρχουν και κάποια οινοποιεία, μάλλον άγνωστα στο ευρύ κοινό, τα οποία παρουσιάζουν αμπελοοινικό ενδιαφέρον. Λόγου χάρη, το Κτήμα Θεοδωρακάκου, το οποίο βρίσκεται λίγο έξω από τη Σπάρτη, στον δρόμο που οδηγεί προς το παραλιακό Γύθειο. Επήρα το αμάξι μου, τις δύο μου κόρες και την εκλεκτή μου σύζυγο και όδευσα προς το εν λόγω οινοποιείο. Σε λίγα λεπτά της ώρας βρέθηκα έξω από το Κτήμα Θεοδωρακάκου, στάθμευσα και επιχείρησα να εισέλθω. «Είσοδος από τον πύργο», έγραφε μία πινακίδα, εννοώντας έναν κάπως ψηλό, πετρόκτιστο τοίχο, ο οποίος προφανώς θεωρήθηκε από τους ιδιοκτήτες πύργος. Κινήθηκα προς τον «πύργο», αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη, οπότε επέστρεψα στο πίσω μέρος της μονάδας, όπου υπήρχε μία ανοιχτή θύρα που οδηγούσε στον χώρο οινοποίησης. Μπήκα. Μία κυρία, ολίγον ξαφνιασμένη, καθώς δεν είχα ειδοποιήσει για την επίσκεψή μου, με ρώτησε τι θέλω, οπότε απήντησα πως πέρασα να δω το οινοποιείο. Στη σύντομη κουβέντα μας επάνω ζήτησα να δοκιμάσω κάποιο κρασί, έτσι κατευθυνθήκαμε προς μία μάλλον ανοργάνωτη για γευστικές δοκιμές αίθουσα για να δοκιμάσουμε κάνα-δυο κρασάκια. Να μην τα πολυλογώ, δοκίμασα τελικώς δυο-τρία κρασιά, αγόρασα ένα κιβώτιο Μαυρούδι σε τιμή εξαιρετική έως ανεπανάληπτη και κίνησα για το επόμενο οινοποιείο, το Κτήμα Γιαννόπουλου, πέντε λεπτά πιο κάτω. Σταματάω έξω από το οινοποιείο. Κατεβαίνω συν γυναιξί και τέκνοις. Μου ανοίγει ο οινοποιός. Ρωτάω στα σβέλτα για τα κρασιά της οινοποιίας και αφού τα ακούω στα γρήγορα ζητάω να δοκιμάσω μόνο την Κυδωνίτσα, μια πολλά υποσχόμενη, τοπική ποικιλία της Λακωνίας στη νοτιοανατολική Πελοπόννησο. Και εισπράττω την εξής απάντηση, επί λέξει: «δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα», όπερ μεθερμηνευόμενον εστί «την όρεξή σας έχω τώρα»! Πράος και ήρεμος και ατάραχος, απήντησα: «δεν υπάρχει πρόβλημα, κύριε, ετοιμάστε μας ένα κιβώτιο να αγοράσουμε, καταλαβαίνω ότι ήρθαμε απρόοπτα και δεν έχετε τη δυνατότητα». Σημειώστε, αγαπητοί φίλοι, ότι έχω εδώ και χρόνια ως πάγια αρχή να μην φεύγω ποτέ από οινοποιείο και να μην αγοράζω ένα τουλάχιστον κιβώτιο με κρασί. Τέλος πάντων, στην απάντησή μου αυτή διέγνωσα μία κάποια συστολή από την πλευρά του οινοποιού, ο οποίος πήρε αμέσως μία φιάλη Κυδωνίτσα, την άνοιξε και τη σέρβιρε σε ένα κολονάτο. Την πήρα την Κυδωνίτσα, την ανάδευσα ολίγον, τη δοκίμασα και ευθύς την έπτυσα στο παρακείμενο παρτέρι, οπότε ο οινοποιός με ρώτησε κατά πόσον ασχολούμαι επαγγελματικά με το κρασί. Και κάπως έτσι άνοιξαν όλα τα κρασιά και κάπως έτσι πιάσαμε τη φιλική και ειλικρινή κουβέντα και κάπως έτσι γίναμε σχεδόν φίλοι, παίρνοντας μαζί μας και κάποιες φιάλες δώρο κτλ. Εκτίμησα τα κρασιά του κυρίου Γιαννόπουλου, είδα την προσπάθειά του να στήσει και να αναπτύξει μία σωστή οινοποιητική μονάδα, θέλω, όμως, για λόγους τάξης και αρχής, να πω ετούτο: βλέπεις έναν πενηντάρη να κατεβαίνει με τη σύζυγό του και τα παιδιά του μέσα στον τρελό καύσωνα, τι ήρθε να κάνει ο έρμος; Ήρθε να πιει τζάμπα και να μεθύσει ή πέρασε για κάποιον άλλο λόγο, πέρασε γιατί τον ενδιαφέρει αυτό το πραγματάκι που λέγεται «κρασί». Δεν απαντάμε τοιουτοτρόπως: «δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα», ΠΟΤΕ και σε καμία περίπτωση, εκτός κι αν είμαστε το Chȃteau Margaux, όπου σπεύδουν καθημερινά εκατοντάδες οινόφιλοι για να το επισκεφθούν. Εκεί είναι άλλα τα μέτρα κι άλλη η τάξη, εδώ καλό θα ήταν να μην βλέπουμε τον επισκέπτη με ενόχληση αλλά με τιμή και σεβασμό. |
|