πίσω | τύπωσε

Χαμηλός φωτισμός



Εδώ, στον Στρόβολο, που με έταξαν η εισβολή και η μοίρα να διαβιώ, η γης κατέστη πολύτιμη. Χάθηκε το βιος των προσφύγων κι απέκτησαν τα άσημα προάστια της Λευκωσίας αξία αμύθητη. Κι αφού τα οικόπεδα πια δεν αγοράζονται, μήτε με δάνεια μήτε με αποταμιεύσεις, η γειτονιά μου όλο και χάνει την άπλα της κι όλο αποστερείται τον ορίζοντά της, καθώς ορθώνονται διαρκώς κάτι άχαρες πολυκατοικίες, από ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται ως developers. Σε μία από αυτές τις πολυκατοικίες στάθηκα ψες για μερικά δευτερόλεπτα, έτσι, καθώς περνούσα με το αυτοκίνητό μου. Είδα μέσα στα πολυτελή, όπως διαφημίζονται στη σχετική πινακίδα, διαμερίσματα κάτι αχνά λαμπιόνια να προσπαθούν να φωτίσουν το σαλόνι. Μια λάμπα όλη κι όλη, χαμηλής δυναμικότητας, να φέγγει στο ολοκαίνουργιο κτήριο, στο οποίο αγοραστές, προφανώς, δεν είναι και οι πλέον φτωχοί της χώρας, μα μάλλον όσοι κρατιούνται ακόμη κι έχουν μία καλή δουλειά κι ένα αξιοπρεπές εισόδημα.

 

Σε αυτά, λοιπόν, τα διαμερίσματα ο φωτισμός δεν είναι χαμηλός για ατμόσφαιρα, αλλά γιατί το ηλεκτρικό ζεματάει, συγκοπή σου έρχεται με το που καταφθάνει ο λογαριασμός της ΑΗΚ, οι άνθρωποι δεν μπορούν πια να ανταποκριθούν κι όλο κλείνουν τον διακόπτη κι όλο βάζουν οικονομικούς λαμπτήρες κι όλο αισθάνονται και πιο μίζεροι. Σε αυτά τα σπίτια, σκεφτόμουνα, μία φιάλη κρασιού κι ένα καλό φαγάκι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως βάλσαμο, ως απόδραση από την ταλαιπωρία της καθημερινότητας και ως λύτρωση από τα οικονομικά και άλλα άγχη της αμείλικτης εποχής που ζούμε.

 

Πώς, όμως; Με τη φόρα που έχουν πάρει οι τιμές των κρασιών, ακόμη και των τοπικών, ποιος μπορεί και πόσο συχνά να χαρίζει στον εαυτό του και στην οικογένειά του ένα καλό κρασάκι, ένα τίμιο εννοώ κρασάκι, όχι κάποιας ευγενούς καταγωγής ή διακεκριμένης φήμης, αλλά ένα κρασί που θα το ανοίξει κανείς και θα το ευχαριστηθεί, έναν οίνο απλό μεν και καθημερινό, κάποιων αξιώσεων δε, ο οποίος θα κοσμήσει τον βίο μας και θα μας φέρει εγγύτερα, καθώς θα τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας και θα αφήνουμε μία ευχή να φύγει από τα χείλια μας.

 

Αυτό που με βαραίνει πιο πολύ είναι ένα. Ότι οι οινοποιοί μας έγιναν σταρ. Πέρασαν τα πρώτα δύσκολα χρόνια της αβεβαιότητας και των σκαμπανεβασμάτων, πάτησαν γερά στα πόδια τους από οικονομικής άποψης, μια και οι πλείστοι κερδίζουν πια πολλά χρήματα, όσο κι αν δεν το παραδέχονται, και διέγραψαν διά μιας όλους εκείνους που τους στήριξαν όταν ακόμη τα κρασιά τους ήταν μέτριας ποιότητας και συχνά ασταθή από εσοδεία σε εσοδεία κι έγιναν μεγάλοι και τρανοί, δεν ακούνε κανέναν και τίποτα και επιμένουν να μην είναι διατεθειμένοι να απορροφήσουν ένα έστω ποσοστό των αυξήσεων στις τιμές και αντί αυτού το μεταθέτουν φουσκωμένο στις πλάτες του καταναλωτή. Δεν έχουν την αρχοντιά να στηρίξουν όλους εκείνους που στα πρώτα τους βήματα έβαλαν πλάτες, γιατί το κρασί ήταν το δικό μας, του τόπου μας κι ας ήταν υποδεέστερο των ομότιμων γαλλικών ή χιλιανών. Δεν έχουν τη λεβεντιά να ανταποδώσουν στο κοινό, που τους ανέβασε εκεί που σήμερα βρίσκονται, ένα μικρό ή μεγάλο κομμάτι των όσων εισέπραξαν σε καιρούς πολύ πιο αβέβαιους για την κυπριακή οινοποίηση. Διαπιστώνω διαρκώς μία προσπάθεια κυκλοφορίας όλο και πιο «επιλεγμένων» και «μικρής παραγωγής» και «single vineyard» κρασιών, με τιμές υψηλές, που συχνά δεν ανταποκρίνονται στην ποιότητά τους, διαπιστώνω συνεχώς μία στάση μεγαλείου και μία αίσθηση οινικού μεγαλοϊδεατισμού, που σε κανέναν από τους οινοπαραγωγούς μας δεν περιποιεί τιμή. Δυστυχώς…

© Copyright - Cyprus Wine Pages, Γιάννος Κωνσταντίνου
Σχεδιασμός & Ανάπτυξη: Crucial Services Ltd

πίσω | τύπωσε