|
Το μεγάλο δούλεμα
Τα ερωτήματα που τίθενται είναι, εν προκειμένω, δύο. Το πρώτο: γιατί οι οινοποιοί έχουν ξεφύγει τιμολογιακά, άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο, με ελάχιστες, βεβαίως, εξαιρέσεις; Η απάντηση έχει ήδη πιστεύω δοθεί στα όσα έχω εκθέσει ανωτέρω, θα την επαναλάβω όμως συμπληρωμένη. Επειδή, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, η πολιτιστική, γεωργική και πνευματική βάση, επάνω στην οποία στηρίχθηκε η δημιουργία πολλών οινοποιητικών μονάδων της χώρας, δεν ήταν εδραία, τα φαινόμενα του τιμολογιακού καιροσκοπισμού εμφανίστηκαν με το που δόθηκε η πρώτη ευκαιρία, έτσι, χωρίς αιδώ, άνευ οιασδήποτε συστολής ή του παραμικρού έστω προσχήματος, μία μεγάλη μερίδα οινοποιών της Ελλάδος εξύψωσε τον εαυτό της σε τιμολογιακά και άλλα ύψη, που μέχρι πρότινος ουδείς διανοείτο ότι θα προέκυπταν.
Το έτερο των ερωτημάτων είναι ετούτο: αξίζει οποιοδήποτε κρασί, ελλαδικό, ιταλικό, γαλλικό κτλ. 500 ή 1000 ή 1500 ευρώ; Η απάντηση είναι άμεση, απλή και εύκολη: ΟΧΙ! Μην τρελαίνεστε από τις περισπούδαστες περιγραφές και τις αλλόκοτες θεωρίες διαφόρων επαϊόντων και μη, καθίστε ψύχραιμοι και σκεφθείτε σοβαρά. Σας μιλάει ένας άνθρωπος που έχει δοκιμάσει χιλιάδες κρασιά, από τα απλούστερα και φθηνότερα μέχρι τα σπανιότερα και ακριβότερα όλων. Από χύμα σε ταβέρνα μέχρι Petrus του 89 και Margaux του 82, μεγάλες Βουργουνδίες, μυθικά Barolo κτλ. Λυπάμαι αν θα χαλάσω το όνειρο και τα σχέδια μερικών, αλλά κανένα από όλα αυτά τα ιστορικά και μεγάλα κρασιά που αγγίζουν και ενίοτε ξεπερνάνε τα όρια του μύθου δεν αξίζει αυτά τα λεφτά, ούτε καν ένα κλάσμα αυτών. Κανένα κρασί δεν μπορεί να αιτιολογήσει τα 1500 ευρώ που ζητάει για την απόκτησή του, τα χρήματα ποσώς συμβαδίζουν με την ποιότητα του κρασιού, παρά μόνον αποτελούν το απαιτούμενο αντίτιμο ενός ξιπασμένα εκπεφρασμένου ελιτισμού και μιας επίπλαστης, προσωρινής κι εν πολλοίς χυδαίας ευτυχίας. Τα κρασιά αυτά συνεχίζουν να παράγονται απλώς και μόνο για να ικανοποιούν και να ποτίζουν τον άμετρο εγωισμό των καιρών, τόσο των οινοποιών, που πλουτίζουν στις πλάτες ενός ανόητου, οινόφιλου δήθεν κοινού, όσο και των καταναλωτών, που ελλείψει ουσιωδέστερων τρόπων ικανοποίησης καταφεύγουν στην παρωδία αυτή των «κρασιών-αστέρων».
Και μία ζωτική διευκρίνιση: όταν μιλάω για τα κρασιά των 500 και των 1500 ευρώ, εκθέτοντας τις τιμές τους ως απολύτως ανεδαφικές, για να είμαι ευγενής, και να μην πω κάτι άλλο, δεν υπονοώ ότι τιμές της τάξεως των 40, 50, 60 ή και 100 ευρώ, που έχουν πλέον αρκετά ελλαδικά κρασιά, είναι λογικές ή περισσότερο αποδεκτές. Κάθε ευρώ που ζητάει παραπάνω ένας παραγωγός θα πρέπει να είναι προϊόν σοβαρής σκέψης και προβληματισμού και θα πρέπει να είναι ανάλογο της εν γένει πορείας του στον χώρο. |
|