|
Η κρίση της κριτικής
Δεν είναι ο μόνος. Το παράδειγμα με το μπεργκεράδικο αποτελεί ένα απειροελάχιστο κλάσμα στο σύνολο των καθημερινώς άστοχων, αστήρικτων, μη αιτιολογημένων και καθαρά άτολμων κρίσεων της λεγόμενης δημοσιογραφίας των καιρών. Έχετε ποτέ διαβάσει σε κάποια μεγάλη εφημερίδα της Κύπρου ή της Ελλάδας ή σε κάποιο «εξειδικευμένο» έντυπο κάποιον, έστω και μία φορά, που να βγαίνει και να λέει ξεκάθαρα ότι πήγα στο μαγαζί του τάδε, με το όνομα τάδε και το βρήκα τελείως μάπα; Τελείως απαράδεκτο, μη ικανοποιητικό ή, έστω, μέτριο. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πλέον, δεν ξέρω καν εάν υπήρξαν ποτέ, ούτε έντυπα ούτε δημοσιογράφοι που να είναι διατεθειμένοι να ασκήσουν κριτική ανεξαρτήτως κόστους και χωρίς να υπολογίζουν ποιος θα τους κόψει τη διαφήμιση, ποιος θα τους απειλήσει κτλ. Η άσκηση κριτικής και ειδικά η κριτική στην εστίαση, που αφορά, δηλαδή, στο φαγητό και στο κρασί, απαιτεί τρία, κατά τη γνώμη μου, πράγματα. Πρώτον, γνώση του αντικειμένου (στην οποία περιλαμβάνεται και η εμπειρία), δεύτερον, ακριβοδίκαιη διάθεση και, τρίτον, τόλμη έκφρασης. Αν κάποιο από τα τρία απουσιάζει, κριτική που να έχει αξία δεν μπορεί να ασκηθεί και, συνεπώς, είναι καλύτερα να μην ασκείται, εάν αυτή εν τέλει θα καταλήξει να είναι διαφήμιση παρά δημοσιογραφία. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, ειδικά σε έναν μικρό τόπο όπως η Κύπρος, όπου ο ένας γνωρίζει τον άλλο κι όπου το αναγνωστικό κοινό είναι τόσο μικρό, που αναγκαστικά σχεδόν η εξεύρεση διαφήμισης καθίσταται υπαρξιακής φύσεως ανάγκη ακόμη και για το πλέον ιστορικό και επιτυχημένο έντυπο της νήσου. Παρόλα αυτά, όμως, θα πρέπει να ευρεθεί η χρήση τομή ανάμεσα στην άσκηση ελεύθερης, έγκυρης, δίκαιης και τολμηρής δημοσιογραφίας και στην εξασφάλιση διαφημιστικών πόρων, προκειμένου να μην εδραιωθεί έτι περαιτέρω αυτή η επιφανειακή κουλτούρα των δήθεν κριτικών και των δήθεν αξιολογήσεων, που απλώς απαξιώνει τόσο τον δημοσιογράφο όσο και το δημοσιογραφικό λειτούργημα εν συνόλω. |
|