|
Κρασί όπως πανδημία
Η συμπεριφορά και η δράση μας στον τομέα της πανδημίας δεν θα μπορούσαν να ομοιάζουν περισσότερο με την αντίστοιχη αμπελοοινική μας δράση, όπου κύριο κριτήριο είναι και πάλι ο αμάσητος μιμητισμός των αμπελουργών και οινοποιών της αλλοδαπής. Φαίνεται αυτό ξεκάθαρα από τις ποικιλιακές, οινοποιητικές και ονοματολογικές μας επιλογές, όπως, άλλωστε, είχα γράψει και στο προηγούμενο σημείωμα. Δυστυχώς, πάσχουμε, σε βαθμό που δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί, σε επίπεδο στρατηγικής και φιλοσοφίας. Δεν διαθέτουμε φιλοσοφία, δεν διατηρούμε εκείνο το κρίσιμο επίπεδο αρχών, στόχων, αντίληψης και ικανής γνώσης, που θα μας έδιναν τη δυνατότητα να μορφώσουμε τη δική μας, ξεκομμένη από κάθε ξενόφερτο δάνειο, φιλοσοφία, για να κομίσουμε πρόταση ελκυστική, πρώτα για τους ίδιους τους εαυτούς μας κι έπειτα για όλους τους υπόλοιπους, ξένους και δικούς. Δεν καταλαβαίνουμε ότι είναι αδύνατον, για μία σειρά από λόγους, να σταθούμε στην κονίστρα του παγκόσμιου οινικού γίγνεσθαι ως ανταγωνιστές των γαλλικών ή των χιλιανών ή των καλιφορνέζικων Cabernet Sauvignon, παρά μόνο ως κακέκτυπα, ως παρίες μιας οινικής κοινότητας που δεν είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μας. Δεν έχουμε την περηφάνια να θέλουμε να είμαστε πρωτοπόροι και μοναδικοί σε αυτό που κάνουμε, κοιτώντας τους ξένους όχι ως πρότυπα αλλά ως φορείς προβληματισμού για να πάμε παρακάτω. Ένα τρανταχτό παράδειγμα που μπορώ να επιστρατεύσω είναι αυτό της Πλατείας Ελευθερίας, όπου αναθέσαμε το πονεμένο αυτό έργο σε ένα ξένο αρχιτεκτονικό γραφείο, που ουδεμία σχέση είχε με τη ζωή, το μεδούλι και τον πολιτισμό αυτού του τόπου. Ένα γραφείο που κάνει τα έργα παντού τα ίδια, όπως αυτό αντιλαμβάνεται πώς πρέπει να είναι μία κάποια πλατεία. Χωρίς βίωμα, όμως, πλατεία δεν μπορεί να γίνει, αν αυτός που την έχει εμπνευστεί και σχεδιάσει δεν την έχει ζήσει, αν δεν έχει ανατραφεί μαζί της, αν δεν έχει πονέσει και παίξει και χαρεί στις γειτονιές της, πλατεία δεν μπορεί να γίνει. Ομοίως και με το κρασί. Τον καλύτερο Γάλλο, Ιταλό, Ισπανό, Αμερικανό σύμβουλο κι αν εμπλέξει κανείς, προσφέροντάς του πολλές χιλιάδες ευρώ κι εργοδοτώντας τον ως σύμβουλο, ιπτάμενο οινολόγο, ματαιοπονεί, γιατί ο ιπτάμενος αυτός δεν ριζώνει στο αμπέλι, αλλά ίπταται αυτού. Δεν έχει μεγαλώσει να ξέρει και να νιώθει τι πράμα είναι τούτος ο τόπος, από ποια κύματα πέρασε, σε ποια πρέμνα ακούμπησε, τι έπινε ανά τους αιώνες, πώς και πότε αναθάρρησε οινοποιητικά, ποιες καταβολές και ποιες αλήθειες έχει, ποια γλώσσα ομιλεί, σε ποιο άκουσμα δακρύζει, ποιες νότες τραγουδάει. Φέρτε τον όποιον αστέρα οινολόγο, τον γκράντε οινοποιό, κάτι θα πάρετε, δεν λέω, όλο και κάτι έχει να σας πει και να σας μάθει, αν δεν νιώσετε όμως τον τόπο μέσα σας να σπαρταράει, αν δεν αισθανθείτε ως αίσχος τη χρήση της αγγλικής στις ετικέτες και στις ταμπέλες σας, αν δεν θεμελιώσετε κάποια στιγμή τη δική σας ακλόνητη φιλοσοφία κι αν δεν εκπονήσετε στρατηγική δεκαετιών, θα πιάσετε την καλή για ολίγα ακόμη χρόνια, θα βρείτε τρόπο να πορευθείτε, όπως πορεύτηκαν εκατομμύρια οινοποιοί στην πλάση, όχι όμως όπως πορεύθηκαν και πορεύονται αυτοί που γράφουν ιστορία. |
|