|
|
|
Ναύπακτος: Τόπος αδιάβατος κι ωραίος
Κατά τα άλλα, η Ναύπακτος είναι πολύ ωραία! Είναι σαν τις ωραίες κοπέλες κι αυτή, όσο περικαλλής κι αν είναι, τα έχει τα ζόρια της! Πρώτα-πρώτα, αυτό το ενετικό της λιμάνι είναι ένα κόσμημα που κουρνιάζει στην αγκάλη του Κορινθιακού κόλπου. Το κάστρο της, με τη λαμπρή του οχύρωση, στέκει κι αυτό αγέρωχο επάνω στη ράχη του βουνού, όπου μπορεί κανείς να απολαύσει τον καφέ του, δοξάζοντας τον ποιητή της πλάσης. Τα δρομάκια της με τα παραδοσιακά κτίσματα, τα γουστόζικα σε αρκετές περιπτώσεις μαγαζιά της, ο καλός καιρός της, οι παραλίες που δεν χορταίνεις να ανακαλύπτεις σε κάθε γύρισμα του δρόμου, η Σεργούλα, το Σκάλωμα, η Χιλιαδού, η Μακύνεια, το Μοναστηράκι είναι όλα ενδεικτικά στολίσματα ενός ευλογημένου τόπου. Κι επειδή η ηλεκτρονική αυτή στήλη έχει πρωτίστως οινικό και γαστρονομικό ενδιαφέρον και δευτερευόντως περιηγητικό, θα κάνω μια στάση στο Μοναστηράκι, το οποίο απέχει 15 λεπτά οδικώς από το κέντρο της Ναυπάκτου. Θα κάνω μία στάση, γιατί εκεί συνάντησα ένα μαγαζί που κάνει τη διαφορά. Την ψαροταβέρνα Ηλιόπουλος, που μου σύστησε ο φίλος μου Χρήστος, στην οποία βρέθηκα τρεις φορές στις έξι ημέρες που ήμουν στην περιοχή. Μεγάλο κεφάλαιο στο ψάρι ο Ηλιόπουλος. Δοκίμασα ολόφρεσκες κουτσομούρες, γόνο καλαμαριού, αχινοσαλάτα, μαγιάτικο και ροφό στη σχάρα, φρέσκες γαρίδες και φρέσκο χταπόδι στο κάρβουνο και άλλα τινά. Οι κουτσομούρες ήταν εκ των καλυτέρων που έφαγα ποτέ, ο γόνος καλαμαριού μέτριος, η αχινοσαλάτα εξαιρετική και φίνα, το μαγιάτικο και ο ροφός από άλλον κόσμο, πιο μυρωδάτο από τον δικό μας, το χταπόδι πολύ καλό, οι δε φρέσκιες γαρίδες της ελλαδικής θάλασσας ήταν ένας μύθος. Το καλύτερο όμως δεν είναι αυτό, αλλά μια συλλογή ελλαδικής παραγωγής, κατά κύριο λόγο, οίνων, που αντίκρισα σε ειδικό συντηρητή στην είσοδο του μαγαζιού. Και το ακόμη καλύτερο οι τιμές των κρασιών αυτών. Ήπια μια Μαλαγουζιά του Ορφανού στα 19 ευρώ, στη σωστή θερμοκρασία και σε κατάλληλα κρασοπότηρα. Μερικές ακόμη τιμές που θυμάμαι πρόχειρα: Κτήμα Κατσαρού λευκό στα 30 ευρώ, Όβηλος λευκός στα 36, Blanc de Gris του Τσέλεπου στα 22, όλα λίγο πάνω από την τιμή που τα βρίσκει κανείς στο ράφι μιας κάβας. Λίγα μαγαζιά γνωρίζω που να έχουν αυτή τη δίκαιη τιμολόγηση στο κρασί και ακόμη λιγότερα που να συνδυάζουν αυτήν την τιμολόγηση με μια θαλασσινή κουζίνα που κάνει ακόμη και τον πιο βαριεστημένο άνθρωπο να αναθαρρέψει και να αναζητήσει ξανά το μεδούλι της ζωής. |
|