πίσω | τύπωσε

Wine bars, μόδα σε αποδόμηση



Το Σάββατο που μας πέρασε βρέθηκα στο Θησείο, σε ένα μπαρ κρασιού, wine bar, όπως το αποκαλούμε σε καλά ελληνικά. Εκεί, στο μπαρ του Θησείου, επέμενε να πάμε η νεαρά μου σύζυγος, καθώς της φάνηκε μοντέρνο, όπως μου είπε. Επήγα, λοιπόν, στο Θησείο, με τους πραματευτές και τους λογής-λογής μικροπωλητές και μικροεμπόρους, σουλάτσαρα για λίγο, ώσπου συνάντησα σε μια καμπή του δρόμου το εν λόγω μπαρ. Εκεί συνάντησα και τη θεατρόφιλη σύζυγό μου μετά της φίλης της Θεοδώρας, να κάθονται και να έχουν ήδη παραγγείλει τα φαγητά, αφού ερχόντουσαν από τον Ρινόκερο, μια εξαιρετική, όπως μου ελέχθη, παράσταση. Αφού αμφότερες θεώρησαν την επιλογή των φαγητών ιδεώδη, μου ζήτησαν απλώς να επιλέξω το κρασί. Υπακούοντας στο θέλημα του ασθενούς φύλου, το οποίο είχα ενώπιών μου εις διπλούν, κι επειδή, όπως καλώς γνωρίζετε, οι δυο τον έναν δέρνουν τον, κοίταξα τη λίστα με τα κρασιά να ιδώ τι θα παραγγείλω. Κοιτάω καλά και συνειδητοποιώ ότι έχω να κάνω με μία μικρή σχετικά λίστα, με λίγα στον αριθμό τοπικά και ξένα κρασιά. Πάω κατευθείαν στα ελλαδικά κόκκινα και βλέπω μια Νάουσα, τη Νάουσα του Κλώνα, την οποία ουδέποτε έχω δοκιμάσει. Τη ζητάω από την ωραία κυρία που ήρθε να λάβει την παραγγελία του οίνου, οπότε μου λέει: «λυπάμαι, κύριε, έχει τελειώσει». Ξανακοιτάω και βλέπω Μαυροδάφνη ξηρή του Χαριτάτου και την παραγγέλνω. Μου λέει και πάλι η κυρία πως έχει κι αυτό το κρασί τελειώσει, οπότε, επειδή είχα διάθεση για μια Νάουσα, ζητάω μια οποιαδήποτε Νάουσα, ένα οποιοδήποτε Ξινόμαυρο, για να λάβω την απάντηση ότι το μαγαζί διαθέτει μόνο Νάουσα Μπουτάρη. Ε, λέω, μπλέξαμε που μπλέξαμε, πιάσε μια Νάουσα Μπουτάρη! Εν τω μεταξύ, η κοπέλα που μας εξυπηρετούσε εν είδη σομελιέ, μου λέει επί λέξει για τη Νάουσα Μπουτάρη: «έχει απαλή επίγευση, γεμάτο σώμα, είναι πολύ καλή»! Ε ρε μάνα μου!

 

Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογούμε, ήρθαν και τα φαγητά, πέντε-έξι πιάτα στον αριθμό, τα δοκιμάσαμε, ήπιαμε και τη Νάουσά μας και είπαμε να την κάνουμε μια ώρα αρχύτερα μπας και δούμε… μαύρη νύχτα, μιας και οι νύχτες μας στην Αθήνα τρεις ήταν όλες κι όλες. Εν τω μεταξύ, λέω στη φίλτατη σύζυγό μου, που είχε την περίλαμπρη ιδέα να μας τραβολογάει στα μοδάτα τα μέρη: «πλήρωσε τον λογαριασμό, γιατί, τώρα που το σκέφτομαι, μόνο όταν πληρώνει κανείς μαθαίνει»! Ε τον πλήρωσε η κακομοίρα, τι να κάνει κι αυτή, απλώς θα ψώνιζε ένα-δυο πραγματάκια λιγότερα.

 

Αστεία-αστεία, αλλά η τελευταία αυτή επίσκεψή μου στα μπαρ του οίνου ήταν ιδιαιτέρως επωφελής, καθώς κατάφερα να εξαγάγω μερικά πολύ χρήσιμα συμπεράσματα. Συμπέρασμα πρώτο: στα wine bars δεν πας για να δειπνήσεις, καθώς καλό φαγητό που να σε ικανοποιεί και να σε χορταίνει σπάνια βρίσκεις. Όλο κάτι μεζεδάκια κάνουν τα μαγαζιά αυτά, κάτι τυράκια κι αλλαντικά, κάτι απ’ εδώ κι απ’ εκεί, δεν είναι για να χορτάσει ο άνθρωπος, πώς να το κάνουμε. Δεν λέω, υπάρχουν και λίγες, πολύ λίγες έως ελάχιστες εξαιρέσεις, αλλά είναι μόνο εξαιρέσεις και τίποτ’ άλλο.  Συμπέρασμα δεύτερο: τα wine bars γίνανε της μόδας, οπότε, κάθε πονεμένος, κάθε απόστρατος πάει κι ανοίγει ένα, χωρίς να έχει κουλτούρα κρασιού, χωρίς να διαθέτει μια, έστω στοιχειώδη, οινική, κι όχι μόνο, παιδεία, χωρίς να έχει ψάξει αυτόν τον τόσο όμορφο και τόσο πολυσχιδή κόσμο του οίνου και της αμπέλου. Είναι της μόδας, όπως στον καιρό μας ήταν στα φόρτε τους οι δισκοθήκες κι έπειτα τα μπαράκια κι ύστερα τα εναλλακτικά καφενεία και πάει λέγοντας. Σήμερα έχουν πέραση τα wine bars, αυτά ελκύουν το σημερινό κοινό, δεν ανοίγουμε ένα κι ό,τι κάτσει; Ε δεν γίνεται όμως έτσι, φίλε μου. Δεν είναι το κρασί μόστρα να παίξουμε ολίγον μέχρι να βρούμε το επόμενο πρότζεκτ, δεν μπορεί να πορεύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο κανείς σήμερα και να περιμένει ότι θα πείσει. Γιατί, το πρώτιστο είναι να μπορεί κανείς να πείσει, να βεβαιώσει τον επισκέπτη ότι ξέρει τι κάνει, γιατί το κάνει και πώς το κάνει. Όλα τα άλλα είναι ψευδομοντερνισμοί και κακώς νοούμενη παρακολούθηση της αγοράς και των όποιων επιταγών της.

© Copyright - Cyprus Wine Pages, Γιάννος Κωνσταντίνου
Σχεδιασμός & Ανάπτυξη: Crucial Services Ltd

πίσω | τύπωσε