πίσω | τύπωσε

Ο νόμος της ζούγκλας



Είναι ώρα ένδεκα και κάτι, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, και η δροσιά της νύχτας με βρίσκει να κάθομαι στη βεράντα του σπιτιού μου, καταμεσής του κήπου, που είναι ετούτο τον καιρό στα φόρτε του. Οι φυλλωσιές πύκνωσαν και φούντωσαν και ζωήρεψαν, γινήκανε πράσινες σφριγηλές, γιομάτες ένταση, θαρρείς, ξαναγεννιούνται όλα τριγύρω, χορτασμένα από έναν χειμώνα που υπήρξε μαζί τους γενναιόδωρος. Εκείνη η ελιά στη στροφή του κήπου, που μετά κόπου και πολλών εξόδων μεταφύτεψα και φώτισα, να τη βλέπω και να τη χαίρομαι την ωραιοτέρα και ιεροτέρα της πλάσης, έγινε καταφύγιο κι έπειτα φωλιά για ένα ζευγάρι δεκαοχτούρες (φιλικουτούνια τα λέμε στην Κύπρο), που σουλατσάρει εδώ και χρόνια στον κήπο μου. Τα ακούω σαν πρώιμο εγερτήριο κάθε αυγή, όταν ξυπνάνε και βγαίνουν στο κυνήγι, να φτεροκοπούν μέσα στις φυλλωσιές της γέρικης ελιάς και να τινάζουν δεκάδες φυλλαράκια στο χώμα. Τα ακούω και το λιόγερμα, όταν, κουρασμένα από τη δράση της ημέρας, κουρνιάζουν να ξαποστάσουν μέχρι την επόμενη ανατολή.

 

Εκεί, λοιπόν, που καθόμουνα αμέριμνος το βραδάκι με τον φίλο μου τον Άκη και την καλή μας τη Θεοδώρα, πλάι στην εκλεκτή μου σύζυγο, βλέπω ένα φιλικουτούνι να τινάζεται σαν σφαίρα από τα πυκνώματα της ελιάς και να φτεροκοπάει στους τοίχους και την τζαμαρία της βεράντας. Φωνάζω στη γυναίκα μου, που κάθεται μπροστά στη μεγάλη συρόμενη πόρτα της βεράντας, να τρέξει και να την κλείσει, μην μπει στο σπίτι το πουλί με τον κολάρο κι αρχίσει να κτυπιέται πέρα-δώθε. Παρά τη σύγχυσή της, προλαβαίνει να δράσει κι η πόρτα κλείνει εγκαίρως. Το πουλί, ένα νεογέννητο, μαθητευόμενο στις πτήσεις, καταλήγει στο κλαρί της παρακείμενης λεμονιάς, φοβισμένο. Πάω πλάι του ήσυχα και το αισθάνομαι να ανασαίνει βαριά, νιώθω την καρδιά του να πάλλεται, είναι τρομαγμένο, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί. Το αφήνω να ησυχάσει κι αποσύρομαι στην ευχάριστη παρέα μου. Σε λίγο, ο κίνδυνος για τη νεαρή δεκαοχτούρα δεν καταφέρνει να διαλάθει την προσοχή μας και γίνεται αντιληπτός. Ένας γάτος, σε κατάσταση παροξυσμού, ορμάει στη λεμονιά να πιάσει το πουλί. Τινάζομαι επάνω με μιας και τον απωθώ. Το πουλί μένει στο κλαρί, ο γάτος πια έχει απομακρυνθεί. Η νύχτα προχωρεί και κάποια ανύποπτη στιγμή ο γάτος ξαναορμάει σαν σφαίρα κι αρπάζει βιρτουόζικα κι αστραπιαία το έρμο το πουλάκι και το γαντζώνει με τα νύχια του. Τρελαίνομαι, αγανακτώ, πετάγομαι πάνω και τον καταδιώκω ώσπου να χαθεί στο έλεος της νύχτας. Γυρίζω πίσω και ζυγιάζω τη μικρή δεκαοχτούρα. Την πιάνω απαλά στα χέρια μου. Οι φτερούγες της, ευτυχώς, είναι ανέπαφες από την ορμή του γάτου, μια μικρή γρατζουνιά στο κούτελο είναι όλη κι όλη η ζημιά από την επίθεση. Κρατάω το πουλί να ηρεμήσει, το χαϊδεύω να γαληνέψει κι αυτό κάθεται στις απαλάμες μου πράο κι αισθάνεται και πάλι μια κάποια σιγουριά. Γυρνάω εδώ κι εκεί και σκέφτομαι πώς θα γλιτώσω αυτό το πλάσμα του Θεού από τα νύχια των γατιών της γειτονιάς, προβληματίζομαι, δεν ξέρω τι να κάνω. Αίφνης, σκέφτομαι πως από αυτά που έχω παρατηρήσει το φιλικουτούνι μας ήταν έτοιμο σχεδόν να πετάξει, καθώς σηκωνόταν τρία-τέσσερα μέτρα από τη γη κι έπειτα έπεφτε, αφού το εμπόδιζε η σκεπή της βεράντας. Χαμήλωσα, λοιπόν, τα χέρια μου όσο ήταν μπορετό και, κρατώντας σταθερά στις παλάμες μου το πετούμενο, έκανα μια δυνατή κίνηση και του έδωσα ώθηση να φύγει ψηλά στον αγέρα. Κι έφυγε! Τίναξε με βία και ορμή τα φτερά του και χωρίς εμπόδια πια να του φράζουν την άνοδο προς τον ουρανό ανέβηκε ψηλά, πολύ ψηλά, ώσπου χάθηκε στην απεραντοσύνη του σκοτεινού θόλου. Η ώρα είχε πάει μία μετά τα μεσάνυχτα κι ανακουφισμένος πια που σώθηκε η αθώα δεκαοχτούρα γύρισα στην παρέα της βραδιάς για ένα τελευταίο ποτηράκι. Φθάνοντας στο τραπέζι με τους συνδαιτυμόνες, είπα: «Σιχαίνομαι τον νόμο της ζούγκλας»! Έμειναν όλοι εκστατικοί κι απορημένοι και με κοίταζαν. Αλλά, ναι, σιχαίνομαι αυτόν τον νόμο, που θέλει, την ώρα που μοιράζομαι ένα καλό κρασάκι με τους φίλους και την οικογένειά μου, εκεί δίπλα να παραμονεύει ο θάνατος, η αρπαγή, τα νύχια του οποιουδήποτε αιλουροειδούς, ακόμη και της πιο συμπαθούς γάτας. Γιατί η στιγμή της οινοποσίας είναι στιγμή χαράς, ευφορίας, στιγμή ευωχίας, είναι η ώρα που οι καρδιές ανοίγουν κι εκφράζονται, είναι η ώρα που η συζήτηση ευνοείται κι η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων σαρκώνεται. Κι αυτήν τη στιγμή δεν θέλω να τη μιαίνει τίποτα.

© Copyright - Cyprus Wine Pages, Γιάννος Κωνσταντίνου
Σχεδιασμός & Ανάπτυξη: Crucial Services Ltd

πίσω | τύπωσε