|
Στου βράχου τη σχισμάδα
Προορισμός μας ήταν το εστιατόριο Λύχνος, ένας μικρός χώρος εστίασης στο κέντρο το χωριού. Μια λιθόκτιστη, με πέτρα της Πιτσιλιάς κατοικία, ένα κομψοτέχνημα, που έρχεται αγνό και αφτιασίδωτο από μια Κύπρο που χάθηκε. Έξω διατηρητέο, μέσα μοντέρνο, σημερινό, χωρίς υπερβολές και περιττά φτιασίδια. Ο Δώρος η ψυχή του χώρου. Πράος, αληθινός, ταπεινός, ευγενής, δημιούργησε αυτόν τον όμορφο και ζεστό χώρο από ατόφιο μεράκι. Τον δουλεύει Σάββατο και Κυριακή μεσημέρι, καθώς δεν αποτελεί την κύρια επαγγελματική ενασχόλησή του, από τη μια, ενώ δεν υπάρχουν πελάτες τις καθημερινές, από την άλλη. Αυτό το παιδί είναι φτιαγμένο από σπάνια πάστα. Ολίγον το γνωρίζω, ίσα δυο φορές τον είδα στις ισάριθμες επισκέψεις μου στον Λύχνο. Έχει μια λεπτότητα, κι αυτός και η εκλεκτή του σύζυγος, λεπτότητα έχει όμως και ο εξ Ελλάδος σεφ του εστιατορίου, έτσι, το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από σπάνιο για τα δεδομένα του τόπου μας. Καλές πρώτες ύλες, απλή και σωστή εκτέλεση στην κουζίνα, καθαριότητα, τιμιότητα στην τιμολόγηση, αξιοπρεπέστατη κάβα με εξαιρετικές επιλογές αποκλειστικά από τον τοπικό αμπελώνα, ωραία κρασοπότηρα. Παρήγγειλα σαλάτα αρκατένη, μία παραλλαγή του κρητικού ντάκου, με ντόπια όμως υλικά, παρήγγειλα, ακόμη, ρεβίθια ριγανάτα, μοσχαρίσια μπιφτέκια, μπριζολάκια, κανταΐφι γεμιστό με χαλούμι, φρέσκιες τηγανητές πατάτες κι άλλα τινά. Ήπιαμε μία φιάλη Shiraz Βλασίδη της εσοδείας 2017, που προς στιγμή έκανε τη σύζυγό μου να δακρύσει, καθώς μου ομολόγησε ότι έβρισκε το κρασί αυτό, σερβιρισμένο στο συγκεκριμένο περιβάλλον, μια βροχερή του Φλεβάρη μέρα, συγκινητικό.
Τελειώσαμε τη φιάλη, αδειάσαμε τα πιάτα, απολαύσαμε και το κερασμένο γλυκό κι είπαμε να κινήσουμε για την πρωτεύουσα. Καθώς χαιρετούσα τον συμπαθή ιδιοκτήτη του χώρου, έδινα την υπόσχεση ότι θα επιστρέψω σύντομα… Αίφνης, ένα συνοφρύωμα του Δώρου, μια σκυθρωπή ματιά με έβαλαν σε ανησυχία. Ξέρεις, μου εκμυστηρεύεται, θα το κλείσω το μαγαζί. Είσαι ο πρώτος που το λέω, δεν ξέρω γιατί, αλλά μέχρι τέλος του Μάρτη θα κλείσει η κουζίνα, θα μείνω μόνο με τα τέσσερα δωμάτια που έχω προς ενοικίαση και θα κρατήσω τον χώρο αυτό μόνο για πρωινό. Δεν μου πήρε πολλή ώρα να καταλάβω πως ο Λύχνος σβήνει γιατί το επιβάλλουν οι συνθήκες. Προσωπικό δεν βρίσκει, οι προμηθευτές δεν περνούν από τον Ασκά για να κουβαλήσουν την πραμάτεια τους, οι αστοί της νήσου τραβάνε κατά το θέρος να παρελάσουν στις παραλίες της Αγίας Νάπας και του Πρωταρά και θυμούνται και πάλι τον πτωχό συγγενή, την Πιτσιλιά, με τα πρώτα κρύα και τις πρώτες καλές βροχές. Ο Λύχνος σβήνει και μαζί και η τελευταία μου ελπίδα ότι κάτι πραγματικά καλό θα υπάρχει στην κυπριακή ύπαιθρο για να το επισκεφθεί κανείς και να περάσει ωραία.
Ακόμη κι αν τα κυκλάμινα και τα γηγενή μας άνθη βλάστησαν εφέτος στου βράχου τη σχισμάδα, ακόμη κι αν ο Λύχνος άφησε μια αχνή αχτίδα να δραπετεύσει από αυτή τη σχισμάδα, η επέλαση των νέων ηθών είναι σαρωτική, τίποτα δεν μπορεί να σταθεί στο διάβα τους, κανείς δεν κρατάει να σταθεί απέναντι στο διαβρωτικό ρεύμα των καιρών και να παραμείνει όρθιος και ελπιδοφόρος για όλους τους υπόλοιπους. Κανείς, γιατί δεν υπάρχουν πλέον τα ελάχιστα ερείσματα. |
|