|
Σκέψεις περί εξειδίκευσης
Πλην, όμως, σε πόσες πια κάβες (και σε πόσα εστιατόρια) να πας, βρε παιδάκι μου, και να πάρεις, για παράδειγμα, Κτήμα Βιβλία Χώρα; Όχι πως δεν είναι καλό κρασί το Βιβλία Χώρα, μια χαρά κρασί είναι (μία μάγκνουμ κόκκινο που άνοιξα προχθές του 2003 ήταν εξαίρετη), αλλά πόσο πια να πιούμε; Ένα παράδειγμα χαρακτηριστικό αναφέρω, για να δώσω να καταλάβουμε ότι από τον χώρο έχει εκλείψει η φαντασία. Δεν υπάρχουν κάβες με μια κάποια εξειδίκευση, με ένα κάποιο χούι, με μία κάποια ιδιομορφία, ιδιοτροπία, τρέλα να πούμε, όπως θέλετε ονομάστε το. Φερ’ ειπείν, δεν υπάρχει μια κάβα να πει: εδώ πουλάμε κρασιά μόνο από τοπικές ποικιλίες. Τοπικές ποικιλίες από κάθε χώρα, κρασιά που εκφράζουν αληθινά και απροσποίητα τον τόπο καταγωγής τους. Δεν υπάρχει μία κάβα να πει: τέρμα τα κρασιά-μάρκες, εδώ προσφέρουμε μόνο οίνους από μικρούς παραγωγούς της Γαλλίας. Ή μία κάβα που να εμπορεύεται μόνο κρασιά χαμηλής τιμολογιακής στάθμης, οίνους που να μην ξεπερνούν στο ράφι τα 10 ή τα 15, λόγου χάρη, ευρώ; Να υπάρχει μία κάβα που να ασχολείται μόνο με κρασιά από τη βόρειο Ιταλία ή κάποια άλλη που να εμπορεύεται αποκλειστικά οίνους από τον Ροδανό ή από τη Βουργουνδία ή από το Μπορντό. Είναι τόσο ευρύ και πλούσιο το παγκόσμιο οινικό πεδίο, που μπορεί άνετα να καλύψει τις ανάγκες και του πλέον εξειδικευμένου καταστήματος πώλησης κρασιών, έστω κι αν αυτό το κατάστημα θα βρίσκεται σε έναν λιλιπούτειο τόπο, όπως η νήσος Κύπρος. Για να μπορεί όμως κάτι τέτοιο να λάβει σάρκα και οστά, απαιτούνται ένα-δυο προσόντα, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Απαιτείται ένας καβίστας που να έχει πάθος και πίστη σε αυτό που κάνει. Απαιτείται ένας άνθρωπος, που να έχει μια κάποια πίστη σε κάτι οινικό. Μια πίστη όχι απαραιτήτως σωστή, όχι αναγκαστικώς έτοιμη να την ενστερνιστεί το οινόφιλο κοινό της χώρας, αλλά μια κάποια πίστη, ισχυρή και εδραία. Παραδείγματος χάριν, ο γράφων έχει την πίστη ή την ψευδαίσθηση ή το κόλλημα, αν προτιμάτε, ότι εις το νησί των Αγίων και των αθλίων δεν θα έπρεπε να καταναλώνουμε παρά τοπικά προϊόντα, που σημαίνει ότι θα έπρεπε, πάντα κατά τον γράφοντα, να πίνουμε κυρίως κυπριακά και ελλαδικά κρασιά. Εάν, λοιπόν, ο γράφων άνοιγε κάποια αλλόκοτη στιγμή μία κάβα, θα πωλούσε την αφρόκρεμα των Ξινόμαυρων, νέων και παλαιών, θα πωλούσε τις πιο απίστευτες Σαντορίνες και τα πιο γηραιά Vinsanto, θα έψαχνε και θα έβρισκε Ροδίτες, Σαββατιανά, Μαυροτράγανα, Μαυροδάφνες, Χυδηριώτικα, Μούχταρο, Μαλαγουζιές, Λημνιό, Μεσενικόλα, Βιδιανό, Δαφνί, Πλυτό, Βηλάνες, Αγιωργίτικα, Αηδάνι, Αθήρια, Ξυνιστέρια, Μαραθεύτικα, Γιαννούδια, Πρωμάρες, Σπούρτικα, Μωροκανέλες, εσχατόγηρες Κουμανδαρίες, παλαιωμένα Μοσχάτα Σάμου, ώριμα και φρέσκα Μοσχάτα Ρίου-Πατρών, παλιά αποστάγματα του Καμπά και του Παρπαρούση κτλ., κτλ., κτλ. Και θα απέστρεφε το βλέμμα από κάθε τι ξενικό και κάθε τι που δεν έχει δεμένη τη μοίρα και το ριζικό του με τον πολιτισμό που το γέννησε. Αλλά, αυτά τα παλαβά θα τα έκανε, είπαμε, ο γράφων, που έχει τις λόξες του. Άλλοι λοξοί, βρε παιδί μου, δεν υπάρχουν; Να πουν: εγώ αυτό θα κάνω κι ας μου βγει και σε κακό! |
|