πίσω | τύπωσε

Οι περιστασιακοί πότες



Βρίσκομαι στην κάβα Ανθίδης και ψάχνω να αγοράσω δυο-τρία κόκκινα να τα πάω στο σπίτι, μια κι εδώ στην Αθήνα, που συχνά επισκέπτομαι αλλά δεν την έχω ως μόνιμη βάση, δεν διαθέτω κάβα, οπότε το πέρασμά μου από τις κάβες και τις καλές υπεραγορές της ελλαδικής πρωτεύουσας είναι συχνό. Δεν αρνούμαι να ομολογήσω ότι έχω κι εγώ ως άνθρωπος τις σοβαρές αδυναμίες μου, όχι μόνο στο κρασί αλλά ευρύτερα. Επειδή όμως εδώ μας ενδιαφέρουν τα του οίνου, θα σας ομολογήσω, αγαπητοί φίλοι, ότι αδυναμία έχω, όσον αφορά στον ελλαδικό αμπελώνα, στα Ξινόμαυρα και στις Σαντορίνες. Που σημαίνει ότι μονίμως ψάχνω για καλές Νάουσες και Γουμένισσες και, βεβαίως, για καλά Ασύρτικα από τη Σαντορίνη. Δεν λέγω, βεβαίως, ποτέ όχι σε ένα καλό Μαυροτράγανο, είτε από τη Σαντορίνη είτε από οποιοδήποτε άλλο αμπελουργικό μέρος της ελλαδικής επικράτειας, ούτε μπορώ εύκολα να αντισταθώ σε έναν καλοφτιαγμένο ορεινό Ροδίτη ή σε μια ολόδροση Μαλαγουζιά ή σε ένα ανθώδες κι εκρηκτικό Μοσχοφίλερο ή σε μια μεταλλική Ρομπόλα από την Κεφαλονιά, ούτε σε ένα κερασένιο Αγιωργίτικο ή ένα οποιοδήποτε κρασί που παράγεται από αυτόχθονες ποικιλίες της χώρας, κάποιες εξ αυτών πολύ σπάνιες, όπως, για παράδειγμα, το Μούχταρο, το Μαύρο Καλαβρυτινό ή το Χυδηριώτικο της Λήμνου.

Ως λάτρης, λοιπόν, των καλών Ξινόμαυρων, επισκέπτομαι τις κάβες των Αθηνών προκειμένου να προμηθευτώ μία καλή φιάλη. Όχι απαραιτήτως μία σπάνια, παλαιωμένη και σπουδαία, άρα κι ακριβή, φιάλη, αλλά ένα μπουκάλι τίμιο, εκφραστικό του τόπου και της ποικιλίας που το γέννησαν, καθημερινό, γιατί όχι. Και πας στην κάβα και δεν βρίσκεις Ξινόμαυρο κάτω από τα 15 ευρώ στο ράφι. Αν εξαιρέσω τη Νάουσα του Μπουτάρη κι ένα-δυο άλλες, εντελώς άσημες Νάουσες, τις οποίες προσεχώς θα παρουσιάσω, όλα σχεδόν τα υπόλοιπα Ξινόμαυρα τιμούνται στα 15 και πλέον ευρώ. Βλέπεις Ξινόμαυρα, που μέχρι χθες κόστιζαν δώδεκα ή δεκατρία ευρώ, να έχουν ξεπεράσει τα είκοσι. Και κάθεσαι και διερωτάσαι τι έγινε μέσα σε δυο-τρία χρόνια, που να δικαιολογεί αυτή την αύξηση. Πώς συνέβη κι από τη μια στιγμή στην άλλη τα Ξινόμαυρα και μαζί όλα τα κρασιά ελλαδικής παραγωγής πήραν αυτή τη φόρα στις τιμές; Και, ως είναι πιστεύω φυσιολογικό, κάθεσαι και σκέπτεσαι ποιοι αγοράζουν αυτά τα κρασιά και κατά πόσον, όταν το πράττουν, το κάνουν αδιαμαρτύρητα, χωρίς ίχνος δυσανασχέτησης ή προβληματισμού. Ποιοι είναι αυτοί οι τύποι, που πάνε κι αγοράζουν τον Μελά, για να φύγουμε και ολίγον από τα Ξινόμαυρα, στα 50 ευρώ, ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που πάνε κι αγοράζουν τον Ηγεμώνα, ποιοι παίρνουν τον Λαβύρινθο και ποιοι, τέλος πάντων, πληρώνουν 30 τόσα ευρώ για ένα Αγιωργίτικο ή ένα Ξινόμαυρο παλαίωσης; Ποιοι, με ολίγα λόγια, χαλάνε την πιάτσα; Ποιοι πληρώνουν 13 ή 14 ευρώ για να πιουν ένα φρέσκο Μοσχοφίλερο και ποιοι δίδουν 40 ή 50 ευρώ για να απολαύσουν δήθεν ένα δήθεν ροζέ τύπου Προβηγκίας σε φιάλη μάγκνουμ; Ποιοι λεβέντες του ντουνιά ετούτου κάνουν όλα αυτά τα κρασιά, που έχω προαναφέρει, και μαζί δεκάδες άλλα να ξεπουλάνε κάθε χρόνο όντας πανάκριβα, τιμολογιακά αστήριχτα, σχεδόν υβριστικά για τον πληροφορημένο καταναλωτή;

Ετούτο το βασανιστικό ερώτημα με απασχόλησε το τελευταίο διάστημα, ευτυχώς, όμως νομίζω πως έχω καταλήξει στα συμπεράσματά μου, τα οποία κι αμέσως σας παραθέτω: για την εκτίναξη, για να μην πω για το αίσχος, των τιμών κύριοι, αν όχι μοναδικοί, υπαίτιοι είναι οι περιστασιακοί πότες. Όλοι αυτοί οι συμπολίτες και οι συμπολίτισσές μας, που θυμούνται κάθε τόσο το κρασί κι αποφασίζουν να ανοίξουν και καμία φιάλη. Όλοι αυτοί οι φίλοι και φίλες, που δεν διατηρούν μία σταθερή σχέση με τον οίνο και προτιμούν την περιστασιακή σχέση μαζί του, άλλωστε, στις ωραίες μέρες μας οι περιστασιακές σχέσεις είναι της μόδας νομίζω, όχι μόνο στο κρασί, βεβαίως, αλλά και ευρύτερα. Αυτοί, λοιπόν, οι περιστασιακοί οινόφιλοι δεν έχουν πρόβλημα να πληρώσουν δεκαπέντε ή είκοσι και τριάντα ευρώ για μία φιάλη καλού κρασιού, μια και αυτό δεν περιλαμβάνεται στα καθημερινά τους έξοδα αλλά στα έκτακτα. Μια φορά τον μήνα, δυο φορές τον μήνα, τρεις, άντε τέσσερις, να σπάσει η πέτρα, δεν είναι και τόσο πρόβλημα να χαλάσεις λίγα ευρώ παραπάνω, να κάνεις και τη φιγούρα σου εις τους καλεσμένους σου ότι πίνεις οίνο εκλεκτό χωρίς να σκέπτεσαι τα έξοδα. Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι που διατηρούν περιστασιακή σχέση με το κρασί χαλάνε την πιάτσα, πώς να το κάνουμε! Γιατί, άλλο είναι να κάθεσαι κάθε βράδυ στο τραπέζι της οικογένειας ή της παρέας και να απολαμβάνεις, με μέτρο πάντα, εννοείται, το κρασάκι σου κι άλλο είναι να νοσταλγείς τον οίνο κάθε γιορτή και σχόλη.

Με τα όσα επισημαίνω δεν επιθυμώ να καταστήσω όλους καθημερινούς του κρασιού πότες, θα ήταν, άλλωστε, ιδιαιτέρως ουτοπικό ως αίτημα, επιδιώκω, εντούτοις, να στρέψω την προσοχή των φίλων οινοποιών προς στους τακτικούς και πιστούς οινόφιλους, που στηρίζουν την ελληνική στο σύνολό της οινοπαραγωγή και κρατάνε τα ηνία της κατανάλωσης. Γι’ αυτό και δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να απαιτούμε από το καταναλωτικό κοινό που ανοίγει κρασί, αν όχι σε καθημερινή σε τακτική βάση, να εξοντωθεί οικονομικά προκειμένου να συνεχίσει να απολαμβάνει το αγαπημένο του αγαθό.

© Copyright - Cyprus Wine Pages, Γιάννος Κωνσταντίνου
Σχεδιασμός & Ανάπτυξη: Crucial Services Ltd

πίσω | τύπωσε