|
Αμπέλια στον Πεδουλά
Καιρό μου έλεγε ο Μιχάλης να ανέβω μέχρι τον Πεδουλά και να περάσουμε όλοι μαζί την Κυριακή μας. Όλο και το αναβάλλαμε ελέω εκατέρωθεν υποχρεώσεων, να όμως που την περασμένη Κυριακή τα άστρα ευθυγραμμίστηκαν και δώσαμε πρωινό ραντεβού στον Πεδουλά. Συν γυναιξί και τέκνοις, με ένα μάγκνουμ Chardonnay του Κτήματος Γεροβασιλείου της εσοδείας 2009 στα μπαγκάζια μου, κίνησα για τα ορεινά της νήσου, να ξανασυναντηθώ με τούτο το αψηλό χωριό της κυπριακής γης. Μια ώρα και κάτι τις μετά, σταμάτησα έξω από το πετρόκτιστο σπίτι των καλών μου φίλων, το οποίο έχει προσφάτως ανακαινισθεί αποκαλύπτοντας ένα αληθινό μεγαλείο. Πήρα τα δυο μου κουτσούβελα και την παγωνιέρα με το μάγκνουμ παραμάσκαλα και μπήκα με το δεξί σ’ ένα σπίτι που με έκανε αμέσως να νιώσω οικεία και ζεστά. Έκανα πέντε-έξι βήματα και βρέθηκα στη βεράντα, νιώθοντας τον καθάριο αέρα σαν βάλσαμο στα ρουθούνια μου. Έκανα να πιάσω την κουπαστή, απόθεσα εκεί τις απαλάμες μου και είδα κάτω τον κόσμο να απλώνεται υποτακτικός μπροστά μου, αλλιώτικος, στιλβωμένος από την αλήθεια που χάσαμε. Τι κόσμος! Τι εμορφιά! Τι δόξα!
Ο Μιχάλης είχε ήδη ετοιμάσει τα υλικά για το πρώτο πιάτο, απόμενε το στήσιμό τους, έπρεπε λοιπόν να ανοίξω το σχεδόν δεκαετές Chardonnay. Οι συντηρητές που έχω στο σπίτι δεν χώραγαν την πλατιά αυτή φιάλη στα συρτάρια τους, έτσι, αναγκαστικώς κράτησα για εννέα τόσα χρόνια αυτό το λευκό στο υπόγειο, μη ψυχόμενο, όμως, κελάρι μου. Όλο με κρατούσε αυτή η αγωνία αν θα στέκει ακόμη τούτο το κάρπισμα της Επανομής, ώσπου οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν. Δυστυχώς, συνεπικουρούμενος και από το χοντρό ανοιχτήρι, ο φελλός έσπασε κατά το άνοιγμα. Έλιωσε αρκετά, δεν έλεγε να αποσπασθεί από τον λαιμό της φιάλης. Να μην τα πολυλογώ, τον σπρώξαμε να πέσει μέσα στη φιάλη και με τη χρήση ενός ειδικού σουρωτηριού μεταγγίσαμε τον οίνο σε μια καράφα.
Ήταν ένα χρυσοποίκιλτο υγρό, που το τόνισε χρωματικά ο χρόνος, λαμπρό αρωματικά, καθώς κατέστη πυκνότατο, πολυσχιδές, βαθύ. Γευστικά φανερώθηκε συμπυκνωμένο, λιπαρό, με την οξύτητα παρούσα και εξισορροπητική ενός εξαίρετου συνόλου. Κι εκεί ήταν που συνειδητοποίησα ότι αυτό το κρασί θα ήταν λιγότερο εκφραστικό εάν το σέρβιρα στη ζέστη της Λευκωσίας αντί στον, όχι απλώς δροσερό, αλλά ψυχρό Πεδουλά, μια και όλοι φορούσαμε τέλη Μαΐου τις ζακέτες μας μεσημεριάτικα. Ο ψυχρός και ξηρός καιρός του Πεδουλά ήταν ό,τι έπρεπε για να απολαύσει κανείς ένα τόσο ξεχωριστό λευκό παλαίωσης.
Στον Πεδουλά, όμως, δεν υπάρχουν πολλά αμπέλια, ούτε και οινοποιητικές μονάδες, ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που πέρασαν τόσα πολλά χρόνια να διαβώ το κατώφλι του. Γιατί, όμως, δεν υπάρχουν, διερωτήθηκα… Το κλίμα είναι ιδεατό, από τα ψυχρότερα και πιο βροχερά στο νησί, το υψόμετρο μεγάλο, το έδαφος, αν και επικλινές και δύσβατο, εξαιρετικό για την άμπελο, γιατί εκεί δεν είδαμε αμπελουργικές επενδύσεις και οινοποιίες να φυτρώνουν; Δεν έχω απάντηση, ίσως πολλοί θεωρούν ότι είναι πολύ κρύο για την άμπελο και τα σταφύλια δεν θα ωριμάζουν επαρκώς, ίσως πάλι δεν έτυχε, απάντηση δεν είμαι εις θέσιν να προσκομίσω, μπορώ όμως να καταθέσω τη βεβαιότητά μου ότι ο Πεδουλάς είναι μία από τις κορυφαίες περιοχές της χώρας για την καλλιέργεια της αμπέλου. Με μακροπρόθεσμο, μάλιστα, ορίζοντα, καθώς η Κύπρος, όπως και η ευρύτερη νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου, οδεύουν προς την ερήμωση ένεκα της συνεχώς επιδεινούμενης κλιματικής αλλαγής.
Στον Πεδουλά δεν ένιωσα μόνο την ανάγκη αναβίωσης της αμπελοκαλλιέργειας, αλλά βίωσα και κάτι πολύ σημαντικότερο. Φεύγοντας, αισθάνθηκα πως αφήνω πίσω μου μία από τις ομορφότερες περιοχές της Κύπρου, που έχω ποτέ επισκεφθεί, καθώς στο χωριό είναι ακόμη διάχυτη μια παλιά αρχοντιά, που ζητεί μόνο έναν σπινθήρα για να ξαναζωντανέψει. Είναι εκεί, στον Πεδουλά, που είναι ακόμη ψηλαφητός ο παλμός μιας καρδιάς που πάλλεται και που από κάθε της κτύπο αναπηδά και μια αγνή ανάμνηση μιας αλλοτινής Κύπρου. Είναι ένας παλμός, που μόλις άρχισε να δυναμώνει και να γίνεται εντονότερος, τον αισθάνεσαι καθώς περπατάς έξω από το Αριστοτέλειο, μια μικρή ξενοδοχειακή μονάδα πολυτελείας που στεγάζεται σ’ ένα παραδοσιακό κτήριο, τον βιώνεις όταν περνάς έξω από τις μικρές ταβέρνες και τους μικρούς ξενώνες του χωριού. Τον βλέπεις και στις φορτωμένες κερασιές, στα πατρικά που ξανανιώνουν και γίνονται όμορφα εξοχικά, στα σοκάκια που σταδιακά σουλουπώνονται, στους ανθώνες που πληθαίνουν, στις αυλάδες που αποκτάνε ξανά ζωή. |
|