|
|
|
Château Margaux: αξίζει τα λεφτά του;
Το ερώτημα που γεννάται μέσα μου κάθε φορά που δοκιμάζω ένα από αυτά τα μεγάλα κρασιά της οικουμένης, είναι πάντοτε ένα: αξίζουν τα λεφτά τους; Πριν από μερικές ημέρες είχα τη σπάνια χαρά να ανοίξω στο σπίτι ένα Château Margaux του 1997, μια και υπήρχε στην οικία μας μία σημαντική επέτειος. Βλέπετε, αυτά δεν είναι κρασιά να τα ανοίγει κανείς κάθε μέρα, όχι μόνο γιατί είναι πανάκριβα, αλλά και γιατί η συχνή κατανάλωσή τους αφαιρεί όλο αυτό το μεγαλείο κι όλο αυτό το μυστήριο που τα περιβάλλει, διαλύεται αυτό το όνειρο κι όλη αυτή η «μέθη» κι η λαχτάρα να τα γευτεί κανείς στο κάθε τόσο. Η φιάλη του 1997 που κρατούσα σε μία Eurocave εικοσαετίας ήταν τη στιγμή που την πήρα στα χέρια μου σε κατάσταση πραγματικά άριστη, καθώς η ετικέτα καθόταν άθικτη και ατσαλάκωτη επάνω στα τοιχώματα της πολύ απλής φιάλης του Château Margaux. Ο φελλός είναι πάντοτε μια αγωνία όταν ανοίγεις ένα τέτοιο κρασί. Όλο διερωτόμουνα: θα είναι σε καλή κατάσταση εικοσιένα χρόνια μετά τον τρύγο, μήπως μας βγει ελαττωματικός και πάει το κρασί στράφι; Εύκολα, όμως, γλίστρησε και αποσπάσθηκε από το μπουκάλι σχεδόν καινούργιος, αλώβητος, με το κρασί να έχει μόλις βρέξει την έσω μόνο μεριά του, αφήνοντας άθικτα όλα εκείνα που φέρει τυπωμένα επάνω του, λες και μόλις χθες πωμάτισε τη φιάλη. Η πρώτη και μεγαλύτερη όλων αγωνία είχε πια περάσει. Έμενε τώρα να πέσει μία μικρή ποσότητα στο κολονάτο, να δούμε το κρασί πως ζει, πως έχει ακόμη ζέση και σφρίγος και ρώμη μέσα του. Ήταν όλα εκεί, όταν το ποτήρι ζύγωσε τη μύτη. Τις πρώτες δυο μικρές γουλιές διαδέχθηκε μια τρίωρη επιστροφή στην κάβα, προκειμένου το κρασί να αναπνεύσει αποτελεσματικά, προτού κληθεί να κοσμήσει το δείπνο μας. Ένα κυπριακό βοδινό φιλέτο επαρκώς σιτεμένο και πολύ καλό σε μέγεθος, ψημένο ξερό στο τηγάνι, ήταν ό,τι έπρεπε, μια και, να ξέρετε, αυτά τα μεγάλα κόκκινα δεν θέλουν πολύπλοκες σάλτσες, αφού ζητάνε όλα τα φώτα στραμμένα επάνω τους. Όσο η ώρα περνούσε, το Château Margaux του 1997, που, ας σημειωθεί, δεν θεωρείται παρά μια μέτρια χρονιά, ούτε εξαιρετική ούτε κακή, δηλαδή, άνοιγε και μεταμορφωνόταν και γινόταν συμπαγέστερο, κομψότερο, ουσιαστικότερο, βαθύτερο, πολυπλοκότερο, μεγαλύτερο, πληρέστερο, καταλήγοντας τελικά σε εμπειρία ζωής. Ίσως υπερβάλλω θα πείτε. Κι ίσως δεν απαντώ στο ερώτημα που τιτλοφορεί το σημερινό σημείωμά μας. Ίσως… Αλλά, σε μερικά πράγματα σε αυτή τη ζωή απαντήσεις δεν υπάρχουν, γιατί, ακριβώς, το εγχείρημα να απαντήσει κανείς κατά πόσον αξίζει τα λεφτά του ένας μύθος καταργεί τον ίδιο τον μύθο και μαζί όλη ενδεχομένως τη μυθολογία. Αν, ωστόσο, επιμένετε σε ένα «ναι» ή ένα «όχι», θα σας απαντήσω: με το μυαλό, τη λογική και την όποια οινική μου γνώση σας λέω ότι όχι, δεν τα αξίζουν αυτά τα χρήματα, όσο μεγάλα και σπάνια κρασιά κι αν είναι. Με την καρδιά και το συναίσθημα, όμως, δεν έχω παρά να σας πω, ναι, αξίζουν! Όπως λέει και στο άσμα «Αύγουστος» ο αείμνηστος Παπάζογλου: θα πάω, κι ας μου βγει και σε κακό. |
|