πίσω | τύπωσε

Οι καλές, οι κακές και οι άχρηστες



Την περασμένη Κυριακή μάς είχε απασχολήσει το ερώτημα κατά πόσον υπάρχουν κακές ποικιλίες οιναμπέλου. Και, μετά από μια σύντομη ανάλυση των πραγμάτων και την αναφορά συγκεκριμένων παραδειγμάτων εξαιρετικών κρασιών που παράγονται από «δεύτερες» ποικιλίες, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι κακά κρασοστάφυλα δεν υπάρχουν κι ότι όλα τα σταφύλια μπορούν να δώσουν, υπό προϋποθέσεις, αξιόλογα κρασιά.

Μία ποικιλία που θεωρείται πια, από το σύνολο θα έλεγα της αμπελουργικής και οινοποιητικής κοινότητας της νήσου, κακή, ή μάλλον άχρηστη, είναι η δική μας ποικιλία Μαύρο ή Μαύρο ντόπιο ή Μαύρο αμπελίσιμο. Όπως και άλλοτε έχω γράψει, το Μαύρο ουσιαστικώς δεν χρησιμοποιείται πια από τις οινοποιίες της χώρας, καθώς έχει υποβαθμιστεί στην αντίληψη των οινοποιών μας, σε τέτοιο βαθμό, που οποιαδήποτε σκέψη για οινοποίησή του φαντάζει ίσως περιττή.

Ο πειρασμός, άλλωστε, είναι μεγάλος και ακούει σε ονόματα πολυσεβάσμια, πολυαναγνωρισμένα, πολυσήμαντα, στα οποία σύσσωμη η οινική οικουμένη υποκλίνεται βαθιά. Μιλάμε για οινοστάφυλα του κύρους ενός Cabernet Sauvignon ή ενός Syrah, ποιος θα καθίσει τώρα να παλεύει με χίμαιρες και ανεδαφικά οράματα ενός αγροτικού πολιτισμού που έχει προ πολλού εκπνεύσει.

Στον Φαρμακά, επί παραδείγματι, υπάρχουν μερικοί συγκλονιστικοί αμπελώνες φυτεμένοι με Μαύρο. Γαντζωμένοι στις κακοτράχαλες ράχες της ηρωικής Πιτσιλιάς βιγλίζουν τον καιρό, έσχατοι μάρτυρες μιας πολιτιστικής κληρονομιάς που χάνεται. Στα 1200 μέτρα, στα 1300, στα 1500 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, αυτά τα αμπέλια μετράνε έναν και πλέον αιώνα συνεχούς παραγωγικού βίου. Τα γέρικα πρέμνα, με τους εσχατόγηρους, ρυτιδωμένους κορμούς, εξακολουθούν να αποδίδουν τον λιγοστό καρπό τους. Κι αυτός ο καρπός, που έρχεται από τους αιώνες και κουβαλεί στο σαρκίο του ό,τι γνησιότερο, δεν μπορεί λέει να δώσει κρασί άξιο λόγου. Γιατί πλέον ως άξιο λόγου κρίνεται το κρασί που οι «ειδήμονες» και οι όποιοι «επαΐοντες» θεωρούν γεμάτο, εύσωμο, με πολλές και στιβαρές τανίνες, μπόλικη ίσως βανίλια από το δρύινο βαρέλι και, βεβαίως-βεβαίως, ικανό πολυετούς παλαίωσης. Και το Μαύρο, λένε αυτοί που ξέρουν, άσχετο αν δεν έχουν ποτέ ασχοληθεί ως έπρεπε μαζί του, δεν κάνει για τέτοια κρασιά. Ενώ το Syrah και το Cabernet Sauvignon, φερ’ ειπείν, είναι εκεί έτοιμα, με όλα τα αμπελουργικά τους προβλήματα λυμένα, ευυπόληπτα σταφύλια που τα γνωρίζει και ο τελευταίος οινόφιλος.

Ποιος ενδιαφέρθηκε να αγοράσει πέντε-δέκα σκάλες υπέργηρου αμπελώνα φυτεμένου αποκλειστικά με Μαύρο; Και αφού τον αποκτήσει και καθίσει μέσα και γονατίσει και υποκλιθεί και κάνει τον σταυρό του και αισθανθεί την κληρονομιά αυτού του παγκόσμιου πολιτιστικού μνημείου, να αρχίσει να καλλιεργεί αυτό το γλυπτό της φύσης και να το κατευθύνει από το πρώτο έως το τελευταίο βήμα για να δώσει τον καλύτερο δυνατό καρπό; Και να πάει μετά στο οινοποιείο και με σεβασμό και πίστη σε αυτό που μας έχουν κληροδοτήσει οι προηγούμενες γενιές να επιχειρήσει να φτιάξει ένα καλό κόκκινο κρασί; Κι αν μετά από επίπονες και επίμονες προσπάθειες δεν τα καταφέρει, πράγμα που πολύ το αμφιβάλλω, να επανέλθει προσπαθώντας να φτιάξει ένα ελαφρύ, ανθώδες και φρουτώδες κόκκινο βραχυπρόθεσμης ή μεσοπρόθεσμης κατανάλωσης για σερβίρισμα κατά το κυπριακό θέρος, που πλέον διαρκεί επτά με οκτώ μήνες; Και να επιχειρήσει να φτιάξει κι ένα μυρωδάτο ροζέ, να σκαρφιστεί κι ένα έξυπνο κι εύηχο όνομα και να σχεδιάσει και μια καλαίσθητη ετικέτα και να το ρίξει στην αγορά χωρίς αντίπαλο; Και να κάνει και μια προσπάθεια να φτιάξει ένα λευκό κρασί από ντόπιο Μαύρο ή να φτιάξει, γιατί όχι, έναν αφρώδη οίνο χρησιμοποιώντας είτε αποκλειστικά το Μαύρο είτε το Μαύρο σε συνδυασμό με το επίσης γηγενές Ξυνιστέρι; Ένα και μοναδικό λευκό από Μαύρο που δοκίμασα από το οινοποιείο Santa Irene στον Φαρμακά ήταν καθόλα συμπαθές.

Το Syrah και τα όμοια δεν είναι παρά μια προσπάθεια να γίνουμε ξανθοί. Ναι, καλά ακούσατε, να καταστούμε ξανθοί και γαλανομάτες, με λευκότατο δέρμα και δυο μέτρα μπόι. Μπορούμε; Είναι σαν να προσπαθεί μία Κύπρια να γίνει Ρωσίδα, γιατί γνωρίζει ότι οι γυναίκες της συγκεκριμένης φυλής ελκύουν το ανδρικό κοινό. Αν το επιχειρήσει, το μόνο που απλώς θα καταφέρει είναι να φαντάζει γελοία. Αν πάλι αποδεχτεί την καταγωγή της και σεβαστεί το είδος της ομορφιάς της, και προσπαθήσει να αναδείξει την ομορφιά αυτή, την κυπριακή, ναι, που υπάρχει και που είναι μοναδική στο είδος της, έστω κι αν δεν συνάδει με τα διεθνή στερεότυπα, τότε αυτή η γυναίκα θα σαγηνεύσει. Και θα επιτύχει. Και θα μεγαλουργήσει. Και πάνω απ’ όλα θα κερδίσει την προσοχή και τον σεβασμό όλων. Και των ξένων και των δικών μας. Ομοίως, λοιπόν, και με τις ποικιλίες.

© Copyright - Cyprus Wine Pages, Γιάννος Κωνσταντίνου
Σχεδιασμός & Ανάπτυξη: Crucial Services Ltd

πίσω | τύπωσε