πίσω | τύπωσε

Στον αστερισμό του Ξινόμαυρου



Ποικιλίες η Ελλάδα, όπως ξέρουμε, έχει πολλές. Άλλες πιο γνωστές, άλλες λιγότερο κι άλλες κομπάρσοι ή τελείως αφανείς. Αν εισέλθουμε πρώτα στο πεδίο των γηγενών, ερυθρών οινοστάφυλων, θα συναντήσουμε τους δύο μεγάλους πρωταγωνιστές, το Αγιωργίτικο της Νεμέας και το Ξινόμαυρο της Νάουσας. Θυμάμαι, πριν από μία περίπου εικοσαετία, όταν άρχισα να ασχολούμαι συστηματικά με το ελλαδικό κρασί, το Αγιωργίτικο είχε μάλλον την πρωτοκαθεδρία. Ήταν το σταφύλι για το οποίο όλοι σχεδόν μιλούσαμε, για τη μαλακότητά του και τη στρογγυλάδα και φιλικότητα των τανινών του. Για το γενναιόδωρο φρούτο του, τα κεράσια, τα βύσσινα και τα μούρα που γέμιζε τη μύτη. Για το βαθυκόκκινο, συχνά μαυροκόκκινό του χρώμα. Δεδομένης μάλιστα της οινικής παιδείας, που τότε δεν ήταν και τόσο στέρεα και διαδεδομένη ανάμεσα στο ελλαδικό και κυπριακό κοινό, το Αγιωργίτικο με τη στρογγυλάδα και τη μαλακή του οξύτητα, που ενίοτε έφθανε σ’ ένα στιλ «μαρμελαδέ», ήταν η πρώτη προτίμηση, όχι μόνο του μέσου καταναλωτή αλλά ακόμη και του πιο ψαγμένου και ανήσυχου οινόφιλου. Στη διατήρηση επί του προσκηνίου της νεμεάτικης ποικιλίας συνέδραμαν τότε κάποιες ετικέτες που έκαναν τη διαφορά. Θυμάμαι και νοσταλγώ μέχρι σήμερα το Κτήμα Γαίας 1997 και 1998, οι καλύτερες εσοδείες που βγήκαν ποτέ από τον εν λόγω παραγωγό. Θυμάμαι, επίσης, κάποιες εξαιρετικές χρονιές, όπως αυτή του 1996, από το Νεμέα Παλαιά Κλήματα του Κτήματος Παπαϊωάννου, που ίσως αντιπροσωπεύουν ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η ποικιλία, με μοναδική εξαίρεση τον Επιλεγμένο Οίνο Νεμέα του Θανάση Παρπαρούση, που εξακολουθεί να κρατάει το λάβαρο της Νεμέας ψηλά.

 

Δύο δεκαετίες μετά, το Αγιωργίτικο δείχνει να μην μπορεί να συνεχίσει να εξελίσσεται αμπελουργικά και οινολογικά, καθώς δεν βλέπουμε πια κάτι το εντυπωσιακό από αυτό. Ίσως γιατί δεν μπορεί, ίσως γιατί δεν τυγχάνει της απαιτούμενης σημασίας και των ανάλογων επενδύσεων, γεγονός πάντως είναι πως υπάρχει μία στασιμότητα όσον αφορά στην ποικιλία.

 

Αντίθετα, το αντίπαλο δέος, αν μπορούμε να το αποκαλέσουμε ως τέτοιο, το Ξινόμαυρο της Νάουσας και των γύρω αμπελουργικών ζωνών, δείχνει να έχει πάρει την πρωτοκαθεδρία και να έχει ξεφύγει, τόσο αμπελουργικά όσο και οινοποιητικά. Εδώ, οφείλουμε στην αριστοκράτισσα του αμπελουργικού βορρά ένα mea culpa, καθώς, προ πολλών ετών, όταν ακόμη η ποικιλία δεν είχε πολλά κρασιά ποιότητας να επιδείξει, την αμφισβητήσαμε, τουλάχιστον ως στήλη, όταν είχαμε εκφράσει κάποιες αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον το στεγνό τανινικό της δυναμικό και η υψηλή της οξύτητα θα μπορούσαν να δαμαστούν και να καταστούν αδιάσπαστο κομμάτι ενός άμεμπτα δομημένου οίνου βαθιάς παλαίωσης. Ευτυχώς, οι όποιες επιφυλάξεις μας διαλύθηκαν κυριολεκτικά από την ποιότητα των Ξινόμαυρων που σήμερα παράγονται είτε σε μονοποικιλιακούς οίνους είτε σε πολυποικιλιακά χαρμάνια.

 

Οι Νάουσες που σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας δεν έχουν ξαναεμφανιστεί ποτέ προηγουμένως σε τέτοια υψηλή ποιότητα στην οιναγορά, τόσο της Ελλάδος και της Κύπρου όσο και του εξωτερικού. Η πλούσια και δεκτική πολυετούς παλαίωσης Νάουσα του Καρυδά, η φίνα Νάουσα του Διαμαντάκου, η αγαπημένη Ναουσαία και το Κτήμα Φουντή, ένας μάλλον υποτιμημένος παραγωγός, η γνωστή και μη εξαιρετέα Ράμνιστα του Κυρ-Γιάννη, η «εναλλακτική»  Γη και Ουρανός του Θυμιόπουλου, το κομψό κρασί του Μαρκοβίτη, το πιο «αρρενωπό» του Δαλαμάρα, η κλασική και εξαιρετική ως προς τη σχέση ποιότητας-τιμής Νάουσα του Μπουτάρη, το Grande Reserve, το κρασί που θεμελίωσε την εικόνα της Νάουσας που παλαιώνει, αλλά και μερικές εντυπωσιακές Γουμένισσες, στις οποίες το Ξινόμαυρο συνοδεύεται από την επίσης γηγενή ποικιλία Νεγκόσκα, όπως, για παράδειγμα, του Χατζηβαρύτη και του Αϊδαρίνη, είναι όλα ετούτα κρασιά που αποδεικνύουν ότι το επόμενο μεγάλο άλμα θα το πραγματώσει το Ξινόμαυρο.

 

Και το επόμενο μεγάλο άλμα είναι η ταξινόμηση των αμπελώνων και η δημιουργία κρασιών με διαφορετικά επίπεδα ποιότητας και, βεβαίως, τιμής. Το Ξινόμαυρο μάς έχει πλέον βεβαιώσει ότι μπορεί να αποτελέσει μία από τις μεγάλες εκπλήξεις όχι μόνο του ευρωπαϊκού αμπελώνα αλλά και του παγκόσμιου. Πρώτο, γιατί είναι αποδεδειγμένα μία μεγάλη ποικιλία, που μπορεί να δώσει κόκκινα με χαρακτήρα, ποιότητα και δυνατότητες μακράς παλαίωσης. Δεύτερο, γιατί πια δραστηριοποιούνται στη γενέτειρα της ποικιλίας δέκα τουλάχιστον εξαιρετικοί παραγωγοί, μέγεθος μικρό αλλά ικανό να αποτελέσει την αφετηρία ενός μεγάλου οινικού μαραθωνίου με ευτυχή κατάληξη. Και, τρίτο, η ευρύτερη αμπελουργική ζώνη που φιλοξενεί τα αμπελοτόπια του Ξινόμαυρου είναι μία από τις ωραιότερες σε φυσική ομορφιά ολόκληρης της Ευρώπης, με ωραίο ανάγλυφο, εξαιρετικό κλίμα, ιδιαίτερο πράσινο, καλό φαγητό, ολοένα και καλύτερα ξενοδοχεία και παραδοσιακούς ξενώνες, φιλόξενους κατοίκους, τέλος πάντων, ιδανική όχι μόνο για οινικό τουρισμό αλλά γενικώς για τουρισμό και ξεκούραση.

 

Το μέλλον του Ξινόμαυρου φαντάζει λαμπρό σε ένα λαμπρό τοπίο. Όλα εξαρτώνται από τους ίδιους του παραγωγούς και καλλιεργητές του. Από το πόσο θα καταφέρουν σε μία χώρα με νεκρή την κουλτούρα του συλλογικού να συνεννοηθούν μεταξύ τους, να αφήσουν τους αχρείαστους ανταγωνισμούς στην άκρη και να ωθήσουν μαζί το όχημα του Ξινόμαυρου και να το πάνε εκεί που του αρμόζει. Εκεί που έχουν παρκάρει εδώ και καιρό όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά κρασιά. Θέσεις κενές υπάρχουν, αρκεί να υπάρχουν και καινές αντιλήψεις.

© Copyright - Cyprus Wine Pages, Γιάννος Κωνσταντίνου
Σχεδιασμός & Ανάπτυξη: Crucial Services Ltd

πίσω | τύπωσε