πίσω | τύπωσε

Οινογαστρονομικός τουρισμός



Διάβασα τις προάλλες στον τύπο για την πρόθεση του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (ΚΟΤ) να προωθήσει τον γαστρονομικό τουρισμό. Στο σχετικό κείμενο ήταν ξεκάθαρη η θέση του ΚΟΤ ότι ο οινογαστρονομικός τουρισμός στο νησί μας είναι εξαιρετικά περιορισμένος, αφού ελάχιστοι είναι οι τουρίστες που έχουν ως γνώμονά τους το καλό φαγητό και το καλό κρασί της Κύπρου, όταν προβαίνουν στην κράτησή τους. Αντίθετα με το τι συμβαίνει σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, όπως, λόγου χάρη, η Βουργουνδία, το Πιεμόντε, η Τοσκάνη, η Αλσατία και άλλοι φημισμένοι, τόσο για το κρασί τους όσο και για την κουζίνα τους, τόποι, η Κύπρος πατάει ακόμη πάνω στο αρχέγονο μοντέλο του τουρισμού, που ακούει στο όνομα: «ήλιος και θάλασσα». Δεν είναι άσχημο να έχουμε ως παρακαταθήκη τις αρχές και τα ιδεώδη που μας κατέλειπαν οι πρόγονοί μας, αλλά ο κόσμος αλλάζει ραγδαία, οι απαιτήσεις μεταβάλλονται, τα ήθη και οι επιθυμίες μετεξελίσσονται, καιρός είναι να δούμε κι εμείς τι κάνουμε με το θέμα της κουζίνας και των κρασιών μας.

Ο ΚΟΤ πιστεύει, καθώς διάβασα στο σχετικό κείμενο, ότι μπορούμε να προωθήσουμε τον γαστρονομικό μας τουρισμό βασιζόμενοι σε αγαθά όπως το χαλούμι, οι σεφταλιές, τα αφέλια και τα συναφή. Δηλαδή, πώς το εννοεί ο ΚΟΤ; Ότι με το να σερβίρουμε όλοι καλής έστω ποιότητας σεφταλιές, χαλούμι και αφέλια θα καταφέρουμε να κερδίσουμε ένα ελάχιστο κομμάτι από τον διεθνή ανταγωνισμό; Θα καταφέρουμε να τραβήξουμε την προσοχή στους τουρίστες που κινούνται με γαστρονομικό κριτήριο; Για την ώρα δεν θα απαντήσω εάν οι σκέψεις του ΚΟΤ κινούνται προς την ορθή ή τη λανθασμένη κατεύθυνση, κυρίως γιατί δεν επιθυμώ άνευ επιχειρημάτων να αδικήσω κανέναν. Θα καταλήξω στα όποια συμπεράσματά μου διά της ενδεδειγμένης οδού. Ποια είναι αυτή; Μα η απλή σκιαγράφηση του προφίλ αυτών που καλούμε οινογαστρονομικούς τουρίστες. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τι επιζητούν; Ποιο ή ποια είναι τα κριτήριά τους προκειμένου να επιλέξουν έναν προορισμό; Ποιου μορφωτικού ή οικονομικού επιπέδου είναι; Αυτές νομίζω είναι μερικές από τις ερωτήσεις, η απάντηση των οποίων θα συνεισφέρει τα μέγιστα στον συλλογισμό μας.

Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, ταξιδεύουν συνήθως μόνοι, εννοώ με τη σύζυγο ή τον σύζυγό τους, τη σύντροφο ή τον σύντροφό τους, ενδεχομένως και με το παιδί ή τα παιδιά τους, εάν υπάρχουν. Δεν ταξιδεύουν με γκρουπ και δοσμένο εκ των προτέρων πρόγραμμα του ταξιδιωτικού πράκτορα, ούτε κινούνται σε μεγάλες ομάδες. Είναι συνήθως άνθρωποι κατασταλαγμένοι, που έχουν βαρεθεί τη βαβούρα και την ανοησία της ζωής και ζητάνε έναν τόπο που θα τους προσφέρει μία γενικότερη ποιότητα, είτε αυτός έχει ήλιο και θάλασσα είτε όχι. Δεν είναι τύποι που μένουν σε ξενώνες ή σε φθηνά καταλύματα και συνήθως έχουν μία άλφα οικονομική άνεση. Δεν λέω ότι είναι όλοι ζάμπλουτοι, αλλά διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να πιουν ένα καλό κρασί και να παραγγείλουν δυο-τρία ενδιαφέροντα πιάτα. Δεν είναι άτομα που τα ενδιαφέρει η ποσότητα αλλά κυρίως η ποιότητα. Δεν είναι τύποι που τους αρέσει το εργοστασιακά παραγόμενο αλλά το χειροποίητο, δεν ευχαριστιούνται με το να πίνουν παντού Cabernet και Chardonnay αλλά προτιμούν το τοπικό και ιδιαίτερο. Τους αρέσει το καλόγουστο, το καθαρό, το αισθητικά καίριο και αφτιασίδωτο, το φίνο, το λεπτό, το αιθέριο, γενικώς, τους αρέσει η καλλιτεχνία. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι έχουν κάτι να κάνουν στην Κύπρο; Έστω κι αν υποθέσουμε ότι οι κυπριακές σεφταλιές θα γίνουν όλες ως διά μαγείας αριστουργήματα, έστω κι αν το χαλούμι μας είναι πάντοτε κορυφαίο και σερβίρεται με πάμπολλους τρόπους, έστω κι αν τα αφέλια μας γίνουν άλλο πράμα, υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος ένας τουρίστας αυτού του προσανατολισμού να επισκεφθεί το νησί μας;

Πέστε μου, αγαπητοί αναγνώστες, πόσα εστιατόρια της χώρας πληρούν έστω και στον ελάχιστο βαθμό τα στοιχειώδη κριτήρια ποιότητας; Πόσα είναι στημένα με λεπτό γούστο, πόσα είναι σε θέση να μαγειρέψουν στο επίπεδο που ζητάει ο απαιτητικός επισκέπτης, πόσα κατέχουν έστω και τα πιο απλά όταν καλούνται να συνθέσουν μία λίστα κρασιών κι όταν τους ζητείται να ανοίξουν και να σερβίρουν έναν οίνο;

Δεν θέλω να γίνομαι κακός ούτε να μηδενίζω τα πάντα, θα ήθελα όμως να εισηγηθώ στον ΚΟΤ να ξεχάσει, τουλάχιστον για την ώρα, τα περί οινογαστρονομικού τουρισμού, καθώς, υπό τις παρούσες συνθήκες, αυτό αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός. Είναι προτιμότερο να ασχοληθεί με πιο απλά πράγματα, στα οποία έχει παταγωδώς αποτύχει. Για παράδειγμα, αν επιθυμεί, να μου αποστείλει ένα μήνυμα ο αρμόδιος λειτουργός να του πω πόσα και ποια ξενοδοχεία περιωπής δεν διαθέτουν ελληνικό κατάλογο φαγητών και ποτών, πράγμα υποχρεωτικό από τον νόμο. Μόνο αγγλικά, γαλλικά και, βεβαίως, ρωσικά. Να βγουν στο σεργιάνι οι λειτουργοί του ΚΟΤ και να δουν πόσες ταβέρνες σε παραδοσιακούς οικισμούς, όπως τα Λεύκαρα, το Όμοδος και η Λόφου, διαθέτουν πλαστικές καρέκλες, πράγμα που επίσης δεν επιτρέπεται. Να επισκεφθούν ξενοδοχεία και καφετέριες και να δουν πόσα από αυτά προσφέρουν ένα ποτήρι νερό με τον καφέ. Εδώ, σημειώστε, ότι στη σοφία του επάνω ο ΚΟΤ όρισε ως υποχρεωτικό το νερό με τον κυπριακό καφέ και ως προαιρετικό με τον εσπρέσο, τον καπουτσίνο και όλους τους άλλους, που είναι και σαφώς ακριβότεροι. Όταν διορθώσει κάμποσα από αυτά τα απλά, ας αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά και για οινογαστρονομικό τουρισμό, γιατί τώρα μόνο ως ανέκδοτο ακούγεται.

© Copyright - Cyprus Wine Pages, Γιάννος Κωνσταντίνου
Σχεδιασμός & Ανάπτυξη: Crucial Services Ltd

πίσω | τύπωσε